του Αριστοκλή Λαγού, στο περιοδικό Ecotec
Η πράσινη ενεργειακή μετάβαση βρίσκεται στον πυρήνα της στρατηγικής μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Το σύγχρονο ενεργειακό μοντέλο έχει εγκαταλείψει την καθετοποιημένη παραγωγή και διανομή, αντικαθιστώντας σταδιακά τις συμβατικές συγκεντρωτικές μονάδες με χωρικά διεσπαρμένες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ποικίλης εγκατεστημένης ισχύος.
Η κατασκευή υδροηλεκτρικών έργων με ταμιευτήρα, που ευνοείται στη χώρα μας λόγω του ορεινού αναγλύφου της, έρχεται να δώσει ουσιαστική απάντηση στην πολύπλοκη εξίσωση για αξιόπιστη ενεργειακή αυτονομία. Τα μεγάλα υδροηλεκτρικά συστήματα παράγουν απολύτως «καθαρή» ενέργεια με συντελεστή απόδοσης κύκλου στο 85%, απέχοντας παρασάγγας από τους ομόλογους συντελεστές των ΑΠΕ που επιλέγονται στην χώρα μας, ήτοι των φωτοβολταϊκών και των αιολικών, οι συντελεστές απόδοσης των οποίων είναι αντίστοιχα μικρότερος του 20% και 45%. Ο αειφόρος χαρακτήρας των υδροηλεκτρικών έργων εμπεδώνεται βαθύτερα συνεξετάζοντας την αδιαμφισβήτητη ωφέλεια που παρέχουν ως έργα πολλαπλού σκοπού, όπως είναι η αντιπλημμυρική προστασία, η ύδρευση, η άρδευση, η αναψυχή, αλλά και η δημιουργία νέων -λιμναίων- οικοσυστημάτων με την ταυτόχρονη προστασία του υφιστάμενου ενδιαιτήματος (σε αντίκρουση της στρεβλής και πεπλανημένης κοινωνικής πεποίθησης του παρελθόντος). Αξιοποιείται έτσι στην ολότητά του η φυσική και οικονομική αξία του υδατικού πόρου σε κάθε κύκλο.
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα χρησιμοποιεί περί το 40% του οικονομικά εκμεταλλεύσιμου υδροδυναμικού της, το οποίο συνολικά εκτιμάται στις 12 TWh, και η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών έργων στο ενεργειακό μείγμα της την τελευταία δεκαετία κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 10%. Σε αντιδιαστολή με την ελληνική αδρανή πρακτική, άλλες προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Νορβηγία, αλλά και η Αλβανία στην γειτονιά των Βαλκανίων, αξιοποιούν το υδροδυναμικό τους σχεδόν στο 100% εδώ και δεκαετίες.
Ένα κορυφαίο πλεονέκτημα των μεγάλων υδροηλεκτρικών είναι η δυνατότητα βέλτιστης διαχείρισης της ηλεκτροπαραγωγής, τόσο στον χρόνο όσο και στην ποσότητα, γεγονός που αίρει τον προβληματισμό για την αναγκαιότητα εξασφάλισης «υπεροπλίας» εφεδρειών εγκατεστημένης ισχύος. Η ευελιξία των υδροηλεκτρικών συστημάτων επιρρώνεται λόγω και της δυνατότητας απόκρισης των υδροστροβίλων εντός ελάχιστου χρόνου, γεγονός που καθιστά τα έργα αυτά ιδανικά ως μονάδες συνεπικούρησης της ζήτησης, ιδιαίτερα στις αιχμές. Το υδροηλεκτρικό έργο, λοιπόν, δεν περιορίζεται από δύσκαμπτους χρόνους απόκρισης της λειτουργίας της μονάδας, όπως συμβαίνει με τα λιγνιτικά εργοστάσια, και δεν εγκλωβίζεται στη δίνη της αβεβαιότητας και της μεταβλητότητας των καιρικών συνθηκών, όπως συμβαίνει με τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά.
Τα μεγάλα υδροηλεκτρικά έργα απαντούν επίσης αποφασιστικά στο σύνθετο ζήτημα της αποθήκευσης ενέργειας σε μεγάλη κλίμακα, αφού ο ταμιευτήρας μπορεί να αντιστοιχιστεί με μια «φυσική μπαταρία» αποθέματος νερού πολλαπλών κύκλων εκφόρτισης. Πέραν της «φυσικής επαναφόρτισης» του ταμιευτήρα βάσει του υδρολογικού κύκλου, η παραδοσιακή προσέγγιση υπαγορεύει ότι η «τεχνητή επαναφόρτιση» πραγματοποιείται με άντληση νερού προς αυτόν σε ώρες της ημέρας με χαμηλό φόρτο ζήτησης στις οποίες το κόστος ενέργειας είναι χαμηλό. Στη σύγχρονη προσέγγιση, η «τεχνητή επαναφόρτισή» του εξυπηρετείται τροφοδοτώντας την άντληση με την πλεονάζουσα ενέργεια από διασυνδεδεμένες πηγές φωτοβολταϊκών και αιολικών στα υβριδικά αντλησιοταμιευτικά συστήματα. Εξυπηρετείται έτσι η βελτιστοποίηση της λειτουργίας και των άλλων μορφών ΑΠΕ, απορροφώντας τις αστάθειές τους στην ηλεκτροπαραγωγή.
Τα μεγάλα υδροηλεκτρικά αποτελούν μια κρίσιμη αναπτυξιακή ευκαιρία για την Ελλάδα, αφενός για την θωράκισή της έναντι των επικείμενων πιέσεων που θα δεχτούν τα φυσικά και τα ανθρωπογενή συστήματα λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, όπως η λειψυδρία και οι πλημμύρες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μεσογείου, αφετέρου για την κατοχύρωση του πρωταγωνιστικού ρόλου της ως κόμβος αποθήκευσης ενέργειας και γειτονικών χωρών, όπως η Βουλγαρία. Η περαιτέρω αξιοποίηση του υδροδυναμικού της χώρας μας είναι μια εθνική απαίτηση για την αναπτυξιακή σύγκλιση ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, αλλά και μια ανθεκτική επιλογή βιωσιμότητας προς όφελος του περιβάλλοντος, της οικονομίας και της γεωστρατηγικής ισχύος της Ελλάδας ως πρωταγωνιστή συνεργασιών στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Comments