Οι έρημοι, που ήδη καλύπτουν περίπου το ένα τέταρτο της χερσαίας επιφάνειας της Γης, έχουν τις τελευταίες δεκαετίες αρχίσει να επεκτείνονται με πρωτοφανή ρυθμό. Σύμφωνα με τον Helmut Geist, καθηγητή γεωγραφίας και περιβάλλοντος στο πανεπιστήμιο του Aberdeen, ερημοποίηση χαρακτηρίζεται η βαθμιαία υποβάθμιση της γης, που εκφράζεται μέσω της απώλειας σωμάτων νερού, βλάστησης και πανίδας μίας ήδη ξηρής περιοχής, που γίνεται ξηρότερη.
Η ερημοποίηση επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της απώλειας σταθεροποιητικής φυσικής βλάστησης και της επακόλουθης επιταχυνόμενης διάβρωσης του εδάφους από τον άνεμο και το νερό. Σε κάποιες περιπτώσεις το χαλαρό εδαφικό υλικό απομακρύνεται ολοκληρωτικά από τον άνεμο, αφήνοντας μία βραχώδη επιφάνεια. Σε άλλες περιπτώσεις, το πιο λεπτά σωματίδια απομακρύνονται, ενώ τα μεγέθους άμμου σωματίδια συσσωρεύονται προς σχηματισμό κινητών λόφων ή θινών.
Ακόμα και σε περιοχές που συγκρατούν ένα εδαφικό κάλυμμα, η μείωση της βλάστησης συνεπάγεται την απώλεια της ικανότητας του εδάφους να απορροφά σημαντικές ποσότητες νερού. Οι σταγόνες βροχής, που προσπίπτουν στο ασύνδετο – χαλαρό έδαφος, τείνουν να μεταφέρουν τα λεπτά σωματίδια αργίλου ακόμα και στα πιο μικρά διάκενα του εδάφους, θωρακίζοντάς το και δημιουργώντας μία επιφάνεια που εμφανίζει πολύ μικρή διαπερατότητα. Η απορρόφηση του νερού μειώνεται σημαντικά, με συνέπεια η επιφανειακή απορροή να αυξάνεται, η οποία με τη σειρά της προκαλεί μεγαλύτερη διάβρωση του εδάφους. Η σταδιακή ξήρανση του εδάφους, που προκαλείται από την απώλεια της ικανότητάς του να απορροφά νερό, έχει σαν αποτέλεσμα περεταίρω απώλεια βλάστησης, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κύκλου βαθμιαίας υποβάθμισης του εδάφους.
Σε κάποιες περιοχές, η αύξηση των ερημικών περιοχών συμβαίνει κυρίως σαν αποτέλεσμα της τάσης προς ξηρότερες κλιματικές συνθήκες. Η διαρκής και βαθμιαία παγκόσμια υπερθέρμανση έχει οδηγήσει σε αύξηση της ξηρασίας σε κάποιες περιοχές στη διάρκεια των τελευταίων χιλιάδων ετών. Η διαδικασία αυτή ίσως επιταχυνθεί τις επόμενες δεκαετίες, αν η παγκόσμια θερμοκρασία συνεχίσει να αυξάνεται.
Παρόλ’ αυτά, η ερημοποίηση στις περισσότερες περιοχές οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ανθρώπινες δραστηριότητες και δευτερευόντως στις φυσικές διεργασίες. Οι ημιάνυδρες περιοχές που συνορεύουν με τις ερήμους βρίσκονται σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη οικολογική ισορροπία και έχουν περιορισμένη δυναμική προσαρμογής στις αυξανόμενες περιβαλλοντικές πιέσεις. Οι αυξανόμενοι ανθρώπινοι πληθυσμοί υποβάλουν τη γη σε αυξανόμενες πιέσεις, με σκοπό την συγκομιδή από αυτή τροφής και καυσίμων. Τις υγρές περιόδους, το έδαφος ίσως είναι ικανό να ανταπεξέλθει στις πιέσεις αυτές. Κατά τις ξηρές περιόδους, που είναι πολύ συχνό φαινόμενο στις παρυφές των ερημικών περιοχών, παρόλ’ αυτά, η πίεση στο έδαφος είναι συχνά σημαντικά μεγαλύτερη από την μειωμένη ικανότητα του, με συνέπεια την ερημοποίηση.
Τέσσερις συγκεκριμένες ανθρωπογενε δραστηριότητες έχουν ταυτοποιηθεί ως οι κύριοι υπαίτιοι της διαδικασίας της ερημοποίησης: ακατάλληλες καλλιέργειες, υπερβόσκηση, συλλογή καυσόξυλων και υπεράρδευση. Η καλλιέργεια της γης έχει επεκταθεί σε ολοένα και ξηρότερες περιοχές καθώς ο ανθρώπινος πληθυσμός αυξάνεται. Αυτές οι περιοχές είναι περισσότερο πιθανό να έχουν περιόδους ακραίας ξηρασίας, ώστε οι αποτυχημένες σοδειές να είναι συχνό φαινόμενο. Από τη στιγμή που οι περισσότερες καλλιέργειες προϋποθέτουν την προηγούμενη αφαίρεση της ενδημικής βλάστησης, οι αποτυχημένες σοδειές αφήνουν τεράστιες εκτάσεις γυμνές από φυτοκάλυψη και επιρρεπείς σε διάβρωση από τον άνεμο και το νερό.
Η κτηνοτροφία είναι σημαντική οικονομική δραστηριότητα στις ημιάνυδρες περιοχές, όπου χόρτα αποτελούν την κυρίαρχη μορφή βλάστησης. Οι επιπτώσεις της υπερβόσκησης σε μία περιοχή είναι η μείωση της φυτοκάλυψης και η ποδοπάτηση και πολτοποίηση του εδάφους. Αυτό συχνά ακολουθείται από ξήρανση του εδάφους και επιταχυνόμενη διάβρωση.
Τα καυσόξυλα αποτελούν το κύριο καύσιμο, που χρησιμοποιείται για μαγειρική και θέρμανση σε πολλές χώρες. Οι αυξημένες πιέσεις των επεκτεινόμενων πληθυσμών έχουν οδηγήσει στην αφαίρεση ξυλωδών φυτών, με αποτέλεσμα πολλές πόλεις και οικισμοί να περιβάλλονται από μεγάλες εκτάσεις, γυμνές από δέντρα και θάμνους. Η αυξανόμενη χρήση των ζωικών καταλοίπων ως υποκατάστατο καύσιμο έχει επίσης βλάψει το έδαφος, επειδή αυτό το πολύτιμο βελτιωτικό του εδάφους και πηγή θρεπτικών για τα φυτά δεν επιστρέφει πλέον στη γη.
Η τελευταία, από τις προαναφερθείσες, κύρια ανθρωπογενής αιτία της ερημοποίησης είναι η αύξηση της συγκέντρωσης αλάτων στο έδαφος, σαν αποτέλεσμα της αλόγιστης άρδευσης. Η περίσσεια του νερού από την άρδευση εισέρχεται στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα. Αν δεν υπάρχει αποστραγγιστικό σύστημα, ο υδροφόρος ορίζοντας ανεβαίνει, φέρνοντας διαλυμένα άλατα στην επιφάνεια. Το νερό εξατμίζεται και τα άλατα επικάθονται, δημιουργώντας ένα λευκό κρυσταλλικό στρώμα, που αποτρέπει τον αέρα και το νερό να εισέλθει στο υπέδαφος.
Η σοβαρότητα της ερημοποίησης πηγάζει τόσο από τις τεράστιες εκτάσεις γης και τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που επηρεάζονται από αυτή, όσο και από την μεγάλη δυσκολία της αναστροφής, ή ακόμα και επιβράδυνσης της. Όταν το έδαφος απωλέσει όλο το χώμα από διάβρωση, μόνο το πέρασμα αιώνων ή και χιλιετιών επιτρέπει τη δημιουργία νέου χώματος. Σε περιοχές, όπου υπάρχει ακόμα υπολογίσιμο χώμα, παρόλ’ αυτά, ένα αυστηρά συστηματικό πρόγραμμα προστασίας της γης και δενδροφύτευσης μπορεί να καταστήσει δυνατή την αναστροφή της σημερινής υποβάθμισης της επιφανείας.
Yorumlar