Του Δημήτρη Ζάρρα
Η χώρα μας είναι προικισμένη με μεγάλες δυνατότητες αξιοποίησης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Αυτό οφείλεται κυρίως στο τεράστιο αιολικό δυναμικό της, το οποίο πηγάζει ιδιαίτερα από τους πλούσιους ανέμους του Αιγαίου (μελτέμια) προσφέροντας προς αξιοποίηση με ανεμογεννήτριες (Α/Γ) μεγάλες μέσες ταχύτητες ανέμου. Έγκειται, ακόμη, στην άφθονη ηλιοφάνεια όλο το χρόνο, με άγονα μέρη όπου μπορούν να εγκατασταθούν φωτοβολταϊκά (Φ/Β) (φυσικά δεν προβλέπεται νομικά η εγκατάσταση σε γόνιμες και καλλιεργούμενες εκτάσεις, αφού μια τέτοια αδειοδότηση για επένδυση ΑΠΕ σε γόνιμο έδαφος δεν είναι καν εφικτή), στο έντονο υδραυλικό δυναμικό, προς δημιουργία περαιτέρω υδροηλεκτρικών σταθμών (ΥΗΣ), οι οποίοι αξιοποιούν την υψομετρική διαφοροποίηση που εντοπίζεται συχνά στο ανάγλυφο των Ελληνικών βουνών, ενώ, τέλος, πολλές περιοχές παρουσιάζουν και αξιοποιήσιμα υπόγεια γεωθερμικά πεδία, που στηρίζονται στα υπολείμματα της γεωργικής καλλιέργειας της χώρας.
Γυρνώντας σελίδα διαπιστώνει κανείς και άλλες πτυχές που δίνουν ώθηση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Οι επιβολές προστίμων για εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και ρύπων (λόγου χάρη, ο ΕΤΜΕΑΡ – Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων, που προορίζεται για αποζημίωση των πράσινων παραγωγών ΑΠΕ και προώθηση της πράσινης ενέργειας, προς περιορισμό των βλαβερών αερίων), που διαρκώς επιβάλλονται σε συμβατικούς σταθμούς, προωθούν περισσότερο τη διείσδυση ΑΠΕ στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας. Ενδεικτικά, συγκλονιστική είναι η αύξηση μέσα σε ένα χρόνο της τιμής εκπομπών CO2 που χρεώνεται ένας «μη πράσινος» παραγωγός (συμβατικού σταθμού παραγωγής), η οποία περίπου από 6 €/τόνοCO2 εκτινάχθηκε στα 25 €/τόνοCO2, δίνοντας ένα ακόμα πιο ισχυρό πλεονέκτημα και παράλληλα προβάδισμα στις ανανεώσιμες πηγές! Είναι γεγονός εύλογο, καθώς το φαινόμενο του θερμοκηπίου, φτάνοντας τον πλανήτη στο απροχώρητο, καθιστά αδήριτη την ανάγκη υλοποίησης δραστικών μέτρων, στα οποία περιλαμβάνονται και τέτοιοι περιορισμοί. Τα κόστη αυτά, σε συνδυασμό με διάφορα κοινωνικά κόστη που συνοδεύουν τους συμβατικούς σταθμούς (π.χ. η αρνητική τους επίδραση στο τοπικό περιβάλλον, κάνοντάς το ένα «κρανίου τόπο») καθιστούν τις ΑΠΕ πολύ πιο οικονομικές βραχυπρόθεσμα για μια κοινωνία.
Ωστόσο, οι μορφές ΑΠΕ που αναμένεται να κυριαρχήσουν στον Ελληνικό χώρο (αλλά και παγκοσμίως συνεχίζουν να κατακτούν έδαφος με τεράστια ταχύτητα) είναι η αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας με τη χρήση Α/Γ (on- και offshore) και της ηλιακής ενέργειας με τη χρήση Φ/Β ανά την επικράτεια, όντας πολύ πιο ανταγωνιστικές οικονομικά. Κινούμενη η Ελλάδα βάσει του Στόχου 20-20-20 της Ε.Ε. με όριο το έτος 2020, που αποσκοπεί σε:
• συμμετοχή ΑΠΕ κατά 20% στη συνολική κατανάλωση ενέργειας (αντιστοιχεί σε συμμετοχή 40% στην παραγωγή),
• μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% και
• εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20%
και με συγκεκριμένους στόχους εγκατάστασης κάθε είδους ΑΠΕ, κατάφερε ήδη να ξεπεράσει το επιθυμητό όριο του 2020 για Φ/Β (2.200 MW) έχοντας εγκατεστημένη ισχύ από σήμερα (εν έτει 2018) περί τα 2.300 MW με προσδοκίες για παραπάνω αύξηση έως το 2020. Ωστόσο, ο στόχος για εγκατάσταση αιολικού δυναμικού παραμένει πίσω, με την υφιστάμενη εγκατεστημένη ισχύ των 2.770 MW να απέχει παρασάγγας από τον στόχο των 7.500 MW για το 2020. Μια τέτοια συγκυρία δείχνει, ότι τα όρια που τέθηκαν για εγκατάσταση αιολικής ισχύος (ν. 3851/2010) παραήταν φιλόδοξα για την Ελληνική πραγματικότητα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν αποτελούν όμως άπιαστο όνειρο. Ο στόχος των 7,5 GW αιολικής ενέργειας δείχνει το μεγάλο περιθώριο δυνατοτήτων στον Ελλαδικό χώρο για επέκταση του δικτύου, με αξιοποίηση της κυρίαρχης πράσινης ενέργειας, της αιολικής. Πολλά έργα θα συνοδεύσουν τέτοιες προσπάθειες, όπως ενίσχυση των δικτύων με μεγαλύτερες γραμμές μεταφοράς (HVDC), διασύνδεση πανίσχυρων σε άνεμο απομονωμένων νησιών και προώθηση της διεσπαρμένης παραγωγής, με ΑΠΕ κοντά στον καταναλωτή. Εν κατακλείδι, το μέλλον της Ελλάδας σε ό,τι αφορά τις ΑΠΕ είναι πολλά υποσχόμενο και σίγουρα, θα ακολουθήσει μια εξελικτική πορεία τις επόμενες δεκαετίες.
Comments