του Γεώργιου Μανώλη
Ο προηγούμενος αιώνας κατατάσσεται από τους πιο σημαντικούς τόσο ιστορικά όσο και βιομηχανικά στη σύγχρονη ιστορία. Σε βιομηχανικό και τεχνολογικό επίπεδο η ανάπτυξη που γνώρισαν αυτοί οι δύο τομείς ήταν ραγδαία. Η ανάπτυξη αυτή βοήθησε στο να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο πολλών ανθρώπων και στη συνέχεια να αυξηθεί ο ανθρώπινος πληθυσμός. Ωστόσο, η άνοδος αυτή βασίστηκε στην άντληση των φυσικών πόρων της γης και σταδιακά εξάντλησε τις πηγές αυτές εξαιτίας της αλόγιστης σπατάλης τους και της μη συντήρησής τους. Πλέον η ανθρωπότητα βρίσκεται στη φάση κατά την οποία καταναλώνει περισσότερους φυσικούς πόρους απ’ όσους παράγει, δημιουργώντας έτσι μια ανισορροπία στο περιβάλλον και ένα αποτύπωμα-πληγή στο πλανήτη με το αντίστοιχο κόστος. Η κατάσταση αυτή ώθησε την ιδέα να δημιουργηθεί ένα μοντέλο με το οποίο θα μπορεί ο κάθε άνθρωπος στον κόσμο να υπολογίζει προσεγγιστικά το δικό του οικολογικό αποτύπωμα στο πλανήτη. Το μοντέλο αυτό δείχνει στον καθένα ξεχωριστά πως επιβαρύνει το περιβάλλον, βοηθώντας όμως να συμβάλει στην μείωση της επιβάρυνσης αυτής.
Με την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού με την παράλληλη υπερκατανάλωση των φυσικών αποθεμάτων του πλανήτη, κρίθηκε αναγκαία η μέτρηση της ικανότητας της φύσης να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ανθρώπινου πληθυσμού. Η μέτρηση αυτή γίνεται προσεγγιστικά μέσω της έννοιας του «Οικολογικού αποτυπώματος», μια έννοια που εμφανίζεται για πρώτη φορά από τον William Rees το 1992. Το οικολογικό αποτύπωμα είναι μια μέθοδος με την οποία μετρώνται οι επιδράσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας πάνω στη Γη. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί μια μέθοδο που εκτιμά τους φυσικούς πόρους που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας ανάλογα με τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες και τη τεχνολογία που χρησιμοποιεί. Με πιο οικονομοτεχνικούς όρους, το μοντέλο αυτό χρησιμοποιεί τη «ζήτηση» (κατανάλωση) των φυσικών αποθεμάτων δηλαδή τις ανάγκες του καταναλωτή και τη συγκρίνει με τη συνολική «προσφορά» ικανότητα της Γης να παράγει και να αναγεννήσει τα αποθέματα αυτά, μετατρέποντάς σε έκταση παραγωγικής έκτασης.
Οι καταναλωτικές ανάγκες των κατοίκων διαφέρουν από χώρα σε χώρα και είναι προφανές. Το συγκεκριμένο μοντέλο, όμως προσμετρά μέσα στις ανάγκες κάθε κατοίκου τις απαιτήσεις του για φαγητό, για διαμονή, για μετακινήσεις, για αγορά αγαθών και παροχή υπηρεσιών. Στη συνέχεια τα παραπάνω μετατρέπονται σε έκταση παραγωγικής γης, όπως γεωργική γη, δάσος (για ξύλο αλλά και για τη δέσμευση του διοξειδίου του άνθρακα), βοσκοτόπια, διαβρωμένη ή δομημένη γη, που απαιτούνται για να μπορούν να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες. Μονάδα μέτρησης του οικολογικού αποτυπώματος είναι τα εκτάρια (ha) (ή αλλιώς παγκόσμια εκτάρια (gha)) ανά κάτοικο (ha/κάτοικο) (ή gha/κάτοικο).
Πάραυτα, επειδή πρόκειται για ένα προσεγγιστικό μοντέλο, υπάρχουν πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του είναι ότι μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό στον απλό άνθρωπο και να εμπλακούν διάφοροι τύποι πόρων σε έναν μοναδικό δείκτη. Από την άλλη πλευρά, κάποια από τα αναμενόμενα μειονεκτήματά του είναι η έλλειψη επαρκών δεδομένων για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο και η συνήθης υποτίμηση και υπερτίμηση των αποτελεσμάτων του μοντέλου. Ωστόσο, παραμένει ένα καλό προσεγγιστικό μοντέλο για να συνειδητοποιήσει ο κάθε πολίτης τη σύνδεσή του με το περιβάλλον.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα της Global Footprint Network, η διαθέσιμη βιολογική ικανότητα είναι 1,5 gha/κάτοικο, ενώ οι Έλληνες πολίτες κατά μέσο όρο απαιτούν 4,41 gha/κάτοικο και συγκεκριμένα οι Αθηναίοι απαιτούν 4,84 gha/κάτοικο. Η εθνική κατανάλωση αυτή σχεδόν πλησιάζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 4,97 gha/κάτοικο. Ο δείκτης αυτός δηλώνει ότι αν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη ζούσαν όπως οι Ευρωπαίοι, τότε για την κάλυψη των αναγκών τους θα απαιτούνταν περίπου τρεις πλανήτες ίδιους με τη Γη. Η Ελλάδα απέχει πολύ σε σχέση με άλλες δύο μεσογειακές χώρες, την Ισπανία με 4,05 gha/κάτοικο και την Αίγυπτο με 1,79 gha/κάτοικο. Σημαντικό είναι να σημειωθεί το γεγονός ότι και στις τρεις, η απαιτούμενη βιολογική ικανότητα είναι τριπλάσια της διαθέσιμης κάθε χώρας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο τα αποτελέσματα είναι εξίσου δυσοίωνα για το οικολογικό αποτύπωμα και τους φυσικούς πόρους. Κάθε χρόνο η Global Footprint Network υπολογίζει την ημέρα που τελειώνουν τα φυσικά αποθέματα του πλανήτη που μπορεί να παράγει μέσα σε ένα έτος, γνωστή και ως «η ημέρα που ξεπερνιέται η Γη» («Earth overshoot day»). Μέχρι το 1961 η Γη είχε πλεόνασμα φυσικών πόρων και δεν προλάβαινε να καταναλώσει το 1/4 αυτών. Η μεγάλη αλλαγή έγινε το 1970 και από τότε η συγκεκριμένη μέρα φτάνει όλο και νωρίτερα μέσα στο έτος. Για παράδειγμα, η ημέρα αυτή ήρθε στις 5 Νοεμβρίου το 1985, την 1 Οκτωβρίου το 1998 και στις 20 Αυγούστου το 2009. Από τις αρχές της δεκαετίας τα πράγματα χειροτέρεψαν. Διαιρώντας τη διαθέσιμη επιφάνεια του πλανήτη δια του σημερινού παγκόσμιου πληθυσμού, υπολογίζεται ότι στον καθένα μας αντιστοιχούν περίπου 2 εκτάρια από τον πλανήτη, από τα οποία μόνο το 1,7 είναι διαθέσιμο για ανθρώπινη χρήση. Λαμβάνοντας υπόψη τις δημογραφικές αλλαγές που προβλέπονται να γίνουν, σε 50 χρόνια η κατά κεφαλή διαθέσιμη επιφάνεια εδάφους δεν θα ξεπερνάει το ένα εκτάριο.
Όλα τα παραπάνω αποτελέσματα δείχνουν ότι η ανθρωπότητα έχει ξεπεράσει τα όρια της βιοχωρητικότητας της Γης και ζει μη αειφορικά. Πλέον κάθε πολίτης είναι υπεύθυνος για τις επιλογές και τις πράξεις του. Μια μικρή μόνο αλλαγή στις συνήθειες του μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του δικού του οικολογικού αποτυπώματος και να επιβραδύνει την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Σύμμαχος του ανθρώπου στη προσπάθειά του να μειώσει το οικολογικό αποτύπωμα του είναι και η τεχνολογία. Τα τελευταία χρόνια αρκετοί φορείς που ασχολούνται με το θέμα, έχουν δημιουργήσει εφαρμογές που μπορεί ο καθένας να υπολογίσει προσεγγιστικά το δικό του οικολογικό αποτύπωμα ανάλογα με τον τρόπο ζωής του. Η βελτίωση της κατάστασης ποτέ δεν ήταν πιο προσωπική υπόθεση.
Μπορείτε να υπολογίσετε το οικολογικό σας αποτύπωμα στον ακόλουθο σύνδεσμο:
Comments