Ο άνθρωπος περνάει το 85% της ζωής του μέσα σε κτίρια. Η ενδεχόμενη κατάπληξη και η απογοήτευση που προκαλεί το νούμερο αυτό, πιθανότατα μας ωθεί ώστε να το θεωρήσουμε υπερβολικό, ωστόσο μπορεί εύκολα να επαληθευθεί αν καταφύγουμε σε μια γρήγορη επισκόπηση μιας συνηθισμένης ημέρας μας.
Ο χρόνος μας ημερησίως συνήθως κατανέμεται μεταξύ της κατοικίας, του επαγγελματικού χώρου, του αυτοκινήτου μας ή των κλειστών μέσων μαζικής μεταφοράς και των χώρων ψυχαγωγίας και άθλησης, οι οποίοι μπορεί να είναι είτε υπαίθριοι, συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε στεγαζόμενοι, ως επί το πλείστον τους χειμερινούς μήνες. Το φαινόμενο της πανδημίας, μάλιστα, μέσω της εισαγωγής της δυνατότητας τηλεκπαίδευσης και τηλεργασίας, επέφερε την παρατεταμένη παραμονή μας στις κατοικίες. Αν, επομένως, ζούμε ένα τόσο μεγάλο ποσοστό της ζωής μας μέσα στα κτίρια, είναι λογικό, οι συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν στο εσωτερικό τους να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής μας.
Η επίτευξη σωστών και άνετων συνθηκών διαβίωσης έγκειται στην ικανοποίηση δύο εξίσου σημαντικών και στενά αλληλένδετων παραγόντων:
Της θερμικής άνεσης, δηλαδή της επικράτησης αποδεκτών επιπέδων θερμοκρασίας (19- 20ο C τους χειμερινούς μήνες και 25-26ο C τους καλοκαιρινούς μήνες) και σχετικής υγρασίας (40-60%) και
της υψηλής ποιότητας του εσωτερικού αέρα, δηλαδή της επικράτησης αποδεκτών τιμών συγκέντρωσης (<1000ppm), απουσία ρύπων βιολογικής προέλευσης (μικροοργανισμοί ή γύρη), πτητικών ενώσεων που εκπέμπονται από τα υλικά κατασκευής του κτιρίου (VOCs) και καπνού από τσιγάρο.
Τα κτίρια, στα οποία δεν ικανοποιείται ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων, χαρακτηρίζονται ως άρρωστα. Η πολύωρη παραμονή εντός άρρωστων κτιρίων είναι αποδεδειγμένα συνδεδεμένη με την εμφάνιση έντονων προβλημάτων υγείας ή αισθήσεων δυσφορίας (υπνηλία, πονοκέφαλος, δυσκολία στην συγκέντρωση, έλλειψη ζωντάνιας και διαύγειας, ζαλάδες, ναυτίες, συνάχι, ξηρός λαιμός, ερεθισμός στα μάτια) χωρίς να είναι δυνατή η σύνδεσή τους με συγκεκριμένα παθολογικά ευρήματα. Πρόκειται για το σύνδρομο του ασθενούς κτιρίου (Sick Building Syndrome), ενώ τα συμπτώματα του είναι παροδικά και συνήθως εξαφανίζονται μετά την αποχώρηση του ατόμου από το άρρωστο κτίριο.
Αιτία του φαινομένου της χαμηλής ποιότητας του εσωτερικού αέρα ενός κτιρίου είναι η απουσία επαρκούς και ελεγχόμενου αερισμού του, μέσω της εξασφάλισης σταθερής παροχής φρέσκου, απαλλαγμένου από ρύπους, αέρα. Δυστυχώς, ο «φυσικός» αερισμός μέσω των ανοιγμάτων ενός κτιρίου δεν μπορεί να εγγυηθεί την επικράτηση άριστων συνθηκών διαβίωσης στο εσωτερικό του, διότι εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ποιότητα και την «καθαρότητα» του εξωτερικού αέρα, καθώς και από την απρόβλεπτη κίνησή του και θερμοκρασία του, αλλά και από το αν η εποχή επιτρέπει να αφήνουμε ανοιχτά τα παράθυρα.
Αιτία, ωστόσο, της αδυναμίας επίτευξης θερμικής άνεσης εντός ενός κτιρίου είναι το φαινόμενο της ενεργειακής ένδειας. Ως ενεργειακή ένδεια χαρακτηρίζεται ο αποκλεισμός ή η ανεπαρκής πρόσβαση των νοικοκυριών στην ενέργεια. Οι βασικότεροι παράγοντες για τους οποίους ένα νοικοκυριό έρχεται αντιμέτωπο με το φαινόμενο της ενεργειακής ένδειας είναι το απρόβλεπτα αυξανόμενο κόστος της ενέργειας, η χαμηλή ενεργειακή απόδοση του κτιρίου και η σε μεγάλο βαθμό εξάρτησή του από το δίκτυο ενέργειας.
Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τη μελέτη του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Απόδοσης Κτιρίων, η Ελλάδα, μαζί με τη Βουλγαρία και την Κύπρο, κατατάσσεται στις χώρες στις οποίες η ενεργειακή ένδεια αποτελεί μείζον πρόβλημα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, στη χώρα μας το 47.6% αδυνατεί να διατηρήσει την εσωτερική θερμοκρασία του χώρου του σε επαρκή επίπεδα. Το 54.4% καθυστερεί στην αποπληρωμή οφειλών λογαριασμών ενέργειας και το 21% ζει σε κατοικίες με ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης.
Επιπλέον, ένας ακόμα δείκτης για τον προσδιορισμό της ενεργειακής ένδειας είναι ο δείκτης αυξημένης θνησιμότητας, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Σύμφωνα με μελέτη η οποία διενεργήθηκε το 2016, το 1% έως 2.7% των θανάτων που καταγράφονται ετησίως στην Ελλάδα, όπως και το 2.7% έως 7.4% των καρδιαγγειακών νοσημάτων και το 3.1% έως 8.5% των αναπνευστικών λοιμώξεων που αντιμετωπίζονται από τα ελληνικά νοσοκομεία, οφείλονται στην ενεργειακή ένδεια. Ο δείκτης της αυξημένης θνησιμότητας συνδέεται άμεσα με τα έντονα καιρικά φαινόμενα και, συνεπώς, με την ιδιαίτερα χαμηλή ή αυξημένη θερμοκρασία εντός της κατοικίας.
Είναι επομένως σαφές πως ένα άρρωστο κτίριο υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής ενός ανθρώπου, ενώ σε ορισμένες, ακραίες, περιπτώσεις μπορεί ακόμα και να κλονίσει σοβαρά την υγεία του. Εφόσον η ζωή του σύγχρονου ανθρώπου των πόλεων επιτάσσει την αναπόδραστα υψηλή σε διάρκεια χρονική παραμονή του μέσα σε κτίρια, ο μόνος τρόπος ώστε να προστατευτεί η υγεία του και να αναβαθμιστεί η ποιότητα ζωής του είναι να εξασφαλιστούν άριστες συνθήκες διαβίωσης στο εσωτερικό τους.
Παράλληλα, είναι σημαντικό, ο στόχος αυτός να επιτυγχάνεται με άξονα την προστασία του περιβάλλοντος και τον περιορισμό των ρύπων. Η αλόγιστη χρήση κλιματιστικών και συστημάτων θέρμανσης είναι η κορυφή του προβλήματος. Τη βάση του προβλήματος, ωστόσο, αποτελεί η ενεργοβόρα συμπεριφορά της πλειονότητας του κτιριακού αποθέματος της χώρας, καθώς και η σοβαρή καθυστέρηση και εφαρμογή ημιτελών ενεργειακών επεμβάσεων, στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής αναβάθμισης της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και κατ’ επέκταση εξάλειψης του φαινομένου της ενεργειακής ένδειας. Η εποχή των φθηνών ορυκτών καυσίμων έχει παρέλθει οριστικά και η πλειονότητα των νοικοκυριών της χώρας - καταδικασμένα να ζουν σε ενεργειακά σουρωτήρια- δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν οικονομικά εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας και συνεπώς αδυνατούν να εξασφαλίσουν σωστές συνθήκες διαβίωσης και θαλπωρής για την οικογένεια που φιλοξενούν.
Πηγές:
Opmerkingen