του Δημήτρη Ζάρρα
Σήμερα, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια σειρά από επιμέρους γενικές προκλήσεις [1]: (α) αυξανόμενη ζήτηση για ενέργεια, (β) αστάθεια των ενεργειακών τιμών, (γ) διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό και φυσικά (δ) δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Επομένως, πρέπει να υπάρξει σημαντική μείωση του αντίκτυπου του τομέα της ενέργειας στο περιβάλλον και στην κλιματική αλλαγή. Για την αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών, η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) βασίζεται σε τρεις κύριους πυλώνες: ασφάλεια εφοδιασμού, ανταγωνιστικότητα & βιωσιμότητα και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη εφαρμόσει μία σειρά σχεδίων για μία Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση. Με αυτόν τον τρόπο, αναμένεται να εξασφαλισθεί ασφαλής, οικονομικά προσιτή και φιλοπεριβαλλοντική ενέργεια για όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της ένωσης. Η Ενεργειακή Ένωση έχει ως βάση την υφιστάμενη ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε., η οποία περιλαμβάνει ένα Πλάνο Δράσης (Action Plan) για την Ενέργεια και το Κλίμα με ορίζοντα το 2030 και τη στρατηγική για την ενεργειακή ασφάλεια. Πιο συγκεκριμένα, η Ε.Ε. έχει θέσει ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους για το 2020, το 2030 και το 2050 [1].
Στόχοι 2020 (γνωστοί ως στόχοι “20-20-20”) :
Μείωση εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 20% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ τουλάχιστον στο 20% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας.
Βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά τουλάχιστον 20%.
Στόχοι 2030 :
Μείωση εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου κατά 40% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ τουλάχιστον στο 32% της τελικής κατανάλωσης ενέργειας.
Βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας κατά τουλάχιστον 32,5%.
Προώθηση ηλεκτρικών διασυνδέσεων σε ποσοστό 15% (δηλαδή το 15% της ενέργειας που παράγεται στην Ε.Ε. πρέπει να μπορεί να μεταφέρεται και προς άλλες χώρες της Ε.Ε.).
Στόχοι 2050 :
Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 80-95% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.
Η παγκόσμια δυσχερής συγκυρία αναφορικά με την κλιματική αλλαγή καθιστά αδήριτη την ανάγκη θέσπισης στόχων τόσο σε διακρατικό, όσο και σε κρατικό επίπεδο. Έτσι, στο πλαίσιο χάραξης μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής έχουν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι για κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε., κατά βάση κοινοί σύμφωνα με τους ανωτέρω στόχους, ωστόσο δύνανται να υπάρχουν περιθώρια διαφοροποίησης αναλόγως με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας ως προς τους διαθέσιμους εγχώριους πόρους (π.χ. ΑΠΕ, ενεργειακή αποδοτικότητα, παραγωγή υδρογονανθράκων, κ.τ.λ.).
Οι στόχοι της ενεργειακής πολιτικής της Ελλάδας συμβατοί με αυτούς της Ε.Ε. συνοψίζονται στα εξής [1]:
τουλάχιστον 20% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το τέλος του 2020 (2% μεγαλύτερος από το στόχο 18% της Ε.Ε.),
τουλάχιστον 20% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη μέχρι το τέλος του 2020,
τουλάχιστον 10% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στις μεταφορές μέχρι το τέλος του 2020,
20% μείωση στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2020 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 και τουλάχιστον 40% μείωση μέχρι το 2030,
έναν στόχο δεσμευτικό σε επίπεδο Ε.Ε. για κατά τουλάχιστον 32% επίτευξη του μεριδίου της κατανάλωσης ενέργειας από ΑΠΕ για το 2030,
έναν στόχο σε επίπεδο Ε.Ε. για κατά τουλάχιστον 32,5% βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας για το 2030,
μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 16% σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα εκπομπών του έτους 2005 (για τους τομείς εκτός του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών) μέχρι το 2030,
τουλάχιστον 30% συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2030 και τέλος,
τουλάχιστον 30% εξοικονόμηση στην τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2030.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η Ελλάδα απομακρύνεται ταχέως από λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής και άλλα ρυπογόνα είδη ηλεκτροπαραγωγής, όπως η καύση πετρελοειδών, που διαδραματίζουν τον πιο καθοριστικό ρόλο στις εκπομπές CO2 και άλλων αερίων του θερμοκηπίου.
Το Υδρογόνο, πιο επίκαιρο από ποτέ… Στις 8 Ιουλίου του 2020 ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Στρατηγική Υδρογόνου για μια κλιματικά-ουδέτερη Ευρώπη του 2050 [2]. Η στρατηγική επικεντρώνεται στο «Ανανεώσιμο ή Καθαρό Υδρογόνο», για το οποίο πιο αναλυτική συζήτηση γίνεται στην Ενότητα 1.6, ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια απανθρακοποίησης τομέων δύσκολων να απανθρακοποιηθούν, που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα και όπου η μετατροπή σε ηλεκτρισμό δεν αποτελεί επιλογή. Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Ανανεώσιμο Η2 αποτελεί το χαμένο κομμάτι στο παζλ της απανθρακοποιημένης οικονομίας. Η στρατηγική προβλέπει μια σταδιακή τροχιά υλοποίησης, με τρεις φάσεις ανάπτυξης της οικονομίας καθαρού Η2, με διαφορετική ταχύτητα μεταξύ των διαφόρων βιομηχανικών τομέων [2]:
1η φάση (2020-2024): Αντικείμενοστόχο αποτελεί η απανθρακοποίηση/ καθαροποίηση της ήδη υπάρχουσας παραγωγής Η2 για τωρινές εφαρμογές, όπως στο χημικό τομέα και η προώθησή του για νέες εφαρμογές. Η φάση αυτή βασίζεται στην εγκατάσταση τουλάχιστον 6 GW Ηλεκτρολυτών Ανανεώσιμου Υδρογόνου στην Ε.Ε. μέχρι το 2024 και στοχεύει στην παραγωγή μέχρι 1 εκ. τόνων Ανανεώσιμου H2. Σε σύγκριση με την τωρινή κατάσταση, περίπου 1 GW ηλεκτρολυτών είναι εγκατεστημένοι στην Ε.Ε. σήμερα.
2η φάση (2024-2030): Το H2 χρειάζεται να αποτελέσει πλέον ένα ουσιαστικό κομμάτι ενός ολοκληρωμένου ενεργειακού συστήματος με στρατηγικό αντικείμενοστόχο την εγκατάσταση τουλάχιστον 40 GW Ηλεκτρολυτών Ανανεώσιμου Υδρογόνου μέχρι το 2030 και την παραγωγή μέχρι και 10 εκ. τόνων Ανανεώσιμου H2 στην Ε.Ε.. Η χρήση του υδρογόνου θα επεκταθεί σταδιακά σε νέους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των φορτηγών, των σιδηροδρόμων, των μεταφορών ναυτιλίας, της δημιουργίας ατσαλιού κ.ά.. Το Η2 και πάλι θα παράγεται κυρίως κοντά στην κατανάλωση ή κοντά σε σταθμούς ΑΠΕ τοπικών ενεργειακών οικοσυστημάτων.
3η φάση (2030-2050): Οι τεχνολογίες Ανανεώσιμου Υδρογόνου φτάνουν πλέον την τεχνοοικονομική ωριμότητα και πρέπει να αναπτύσσονται σε μεγάλη κλίμακα (deployment at large scale), ώστε να καλύπτουν όλους τους δύσκολους προς απανθρακοποίηση τομείς, όπου πλέον εναλλακτικές μπορεί να μην είναι περιβαλλοντικά βιώσιμες και εφικτές ή να έχουν υψηλότερα κόστη.
Η Ευρώπη είναι υψηλά ανταγωνιστική στη βιομηχανοποίηση τεχνολογιών Η2 και πρόκειται να επωφεληθεί σημαντικά από την παγκόσμια ανάπτυξή τους, με το Καθαρό Υδρογόνο ως βασικό φορέα ενέργειας. Οι σωρευτικές επενδύσεις στο Ανανεώσιμο Υδρογόνο στην Ευρώπη αναμένεται να έρθουν μεταξύ €180 δις και €470 δις μέχρι το 2050 και στο εύρος €318 δις για Η2 χαμηλών εκπομπών. Επίσης, αναλυτές εκτιμούν ότι το Καθαρό H2 μπορεί να καλύπτει το 24% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας μέχρι το 2050, με ετήσιες πωλήσεις της τάξης των €630 δις [2].
Πηγές:
[1] ΙΕΝΕ, «Ο Ελληνικός ενεργειακός τομέας», Ετήσια Έκθεση 2019, Αθήνα, Φεβ. 2019.
[2]European Commission, “A hydrogen strategy for a climateneutral Europe”,
Communication from the Commission to the European Parliament, the
Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of
the Regions, Brussels, Jul. 2020.
Hozzászólások