Πανευρωπαϊκό ρεκόρ εξαγωγής πλαστικών σκουπιδιών σημείωσε και πάλι η Γερμανία, στέλνοντας στο εξωτερικό ένα εκατομμύριο τόνους πλαστικού το 2020. Βασικός αποδέκτης η Μαλαισία και άλλες χαμηλού εισοδήματος χώρες, όπου μεγάλο ποσοστό απορριμμάτων καταλήγει λαθραία. Η Greenpeace εκτιμά ότι μόλις το 9% των συσκευασιών παγκοσμίως ανακυκλώνεται. Τουλάχιστον 8 εκατομμύρια τόνοι πλαστικών καταλήγουν στους ωκεανούς ετησίως. Η διαχείριση των απορριμμάτων ήταν και παραμένει το 2021, μια βασική πρόκληση ακόμα και για τις ανεπτυγμένες χώρες.
Η Ελλάδα στοχεύει στην κατασκευή δεκάδων Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ) τα επόμενα χρόνια, τα οποία θα επεξεργάζονται μη ανάμικτα αστικά απορρίμματα με τη μέθοδο Mechanical-Biological Treatment (MBT). Αυτή η μέθοδος, όπως είναι προφανές περιλαμβάνει μηχανικές και βιολογικές μεθόδους διαχωρισμού και επεξεργασίας, με στόχο να διαθέσει τα ανακυκλώσιμα όπως το γυαλί, το χαρτί και το πλαστικό ως πρώτη ύλη για επαναχρησιμοποίηση.
Ακόμη, βρίσκονται ήδη σε λειτουργία Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ), που είναι γνωστά ως MRFs (Material Recovery Facilities), πολλά από τα οποία έχουν συγκεντρώσει τον προβληματισμό της κοινής γνώμης τα τελευταία χρόνια από πλήθος πυρκαγιών που έχουν ξεσπάσει σε αυτά. Στην Ευρώπη όμως, εδώ και χρόνια έχουν κατασκευαστεί αντίστοιχες μονάδες. Γιατί λοιπόν το πρόβλημα παραμένει;
Οι λόγοι δεν είναι τόσο απλοί. Αρχικά, στο πέρασμα από την γραμμική οικονομία στην κυκλική, πολλές φορές το προϊόν των ανακυκλώσιμων δεν είναι υψηλής ποιότητας για επαναχρησιμοποίηση ως πρώτη ύλη. Δεύτερον, προκειμένου η διαδικασία της επαναχρησιμοποίησης να είναι οικονομικά συμφέρουσα, θα πρέπει η τιμή του υλικού που θα πωληθεί να υπερβαίνει το κόστος της επεξεργασίας του. Αυτό πολλές φορές δεν συμβαίνει καθώς η τιμή των υλικών έχει διακυμάνσεις στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς. Για παράδειγμα το πλαστικό συνδέεται άμεσα με την τιμή του πετρελαίου.
Ένας άλλος βασικός λόγος είναι ότι ο σχεδιασμός των εγκαταστάσεων επεξεργασίας απορριμμάτων στην Ευρώπη έχει γίνει πριν 20 ή και 30 χρόνια. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα να κατασκευαστούν μονάδες οι οποίες προορίζονταν να καλύπτουν τις ανάγκες της εποχής. Όμως η αλλαγή του τρόπου ζωής έχει αλλάξει και τη σύσταση των απορριμμάτων στις τελευταίες 2 δεκαετίες, ενώ οι εγκαταστάσεις δεν έχουν ανανεωθεί.
Οι έρευνες, σε παγκόσμιο επίπεδο, προβλέπουν ότι τα απορρίμματα από 2 δις τόνους ανά έτος θα φτάσουν τα 3,4 το 2050. Οι νέες τεχνολογίες στην επεξεργασία των απορριμμάτων θα καθορίσουν την επόμενη μέρα της διαχείρισης και την αποτελεσματικότητά της. Η νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν υπολογίζει να επενδύσει δεκάδες δισεκατομμύρια τα επόμενα χρόνια σε νέες τεχνολογίες περιβάλλοντος.
Ο προβληματισμός για την κατάσταση, δεν πρέπει να συνεπάγεται και απογοήτευση. Οι μηχανικοί σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη εργάζονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η οποία είναι θέμα χρόνου να επιτευχθεί!
Comentarios