
Ο πρώτος μήνας του 2019, ο Ιανουάριος, έφυγε κιόλας. Διανύουμε πλέον τον Φλεβάρη, το πέρας του οποίου σηματοδοτεί και το τέλος του χειμώνα, τον ερχομό της άνοιξης. Ο Ιανουάριος ήταν σίγουρα ένας μήνας με μεγάλο μετεωρολογικό ενδιαφέρον. Ξεκίνησε με έντονες χιονοπτώσεις, με μεγάλο ύψος χιονιού σε ορισμένες περιοχές και με χιονιά ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας. Συνεχίστηκε με πολλές βροχοπτώσεις και κρύο, ενώ τις τελευταίες μέρες βιώσαμε εν μέρει και τις Αλκυονίδες ημέρες. Το βασικότερο είναι ότι τον Ιανουάριο σημειώθηκε ένα νέα ρεκόρ… και συγκεκριμένα ρεκόρ βροχόπτωσης. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας καταγράφηκαν τα μεγαλύτερα ύψη βροχής από τότε που τοποθετήθηκαν σταθμοί του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) μέχρι σήμερα. Στους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ βρίσκονται ήδη 328 εκατ. κ.μ. νερού περισσότερα από πέρυσι.
Σύμφωνα με τον διευθυντή ερευνών στο ΕΕΑ, ήταν εντυπωσιακές οι βροχές στις Κυκλάδες όπου παραδοσιακά δεν έχουμε βροχές: στην Κω έβρεχε 26 από τις 31 ημέρες του μήνα, στην Ικαρία έβρεχε 27 από τις 31 ημέρες και κατεγράφησαν 635 mm βροχής όταν σε όλο το 2018 είχαν πέσει 761 mm.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι ότι η άνοδος της θερμοκρασίας οδηγεί σε μεγαλύτερη ξηρασία του εδάφους, ιδίως σε περιοχές ήδη ξηρές. Παρά τις έντονες βροχοπτώσεις τα μεγάλα ποτάμια σταδιακά στερεύουν. Λιγότερο νερό στα ποτάμια μας σημαίνει λιγότερο νερό στις πόλεις και στα αγροκτήματα, ενώ παράλληλα πιο ξηρό έδαφος σημαίνει πως οι αγρότες θα χρειάζονται περισσότερο νερό για να ποτίσουν τις ίδιες καλλιέργειες.
Οι συνέπειες αποδίδονται κατά κύριο λόγο στην κλιματική αλλαγή (σε ποσοστό 80% ως 90%) και δευτερευόντως σε άλλους παράγοντες, όπως η χρήση της γης και του νερού (10% ως 20%).
Μέσω επιστημονικών μελετών έχει υπολογιστεί ότι για κάθε 100 σταγόνες βροχής που πέφτουν στη γη, μόνο οι 36 μετατρέπονται σε «μπλε νερό», δηλαδή εισέρχονται στις λίμνες, στα ποτάμια και στον υδροφόρο ορίζοντα. Κατ’ επέκταση, μόνο το 36% αυτών μπορούν να αξιοποιηθούν για τις ανθρώπινες ανάγκες. Τα υπόλοιπα δύο τρίτα της βροχής γίνονται «πράσινο νερό», δηλαδή κατακρατούνται ως υγρασία από το έδαφος.
Με την αύξηση της θερμοκρασίας, αυξάνεται και η ποσότητα νερού που εξατμίζεται από το έδαφος. Έτσι όμως το έδαφος απορροφά μεγαλύτερη ποσότητα βροχής, με αποτέλεσμα «το πρόβλημα να είναι διπλό», όπως τόνισε ο Σάρμα. «Από τη μία, ολοένα λιγότερο νερό καταλήγει εκεί όπου μπορούμε να το αποθηκεύσουμε για κατοπινή χρήση. Από την άλλη, οι βροχές γίνονται πιο έντονες, κατακλύζοντας τα συστήματα απορροής στις πόλεις και οδηγώντας σε συχνότερες και πιο έντονες πλημμύρες σε αστικές περιοχές».
Βέβαια και σε αυτό το πρόβλημα υπάρχουν λύσεις, η εφαρμογή τν οποίων θα οδηγήσει στον περιορισμό της μελλοντικής λειψυδρίας. Οι ερευνητές προτείνουν νέες πολιτικές για το νερό όπως:
- λιγότερο εντατική χρήση του στη γεωργία
- φύτεμα περισσότερων καλλιεργειών ανθεκτικών στην ξηρασία
- αύξηση του τιμολογίου για αγροτική και βιομηχανική χρήση του νερού
-ανάπτυξη νέων τεχνολογιών ψύξης στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής, ώστε να καταναλώνουν λιγότερο νερό
- υποδομές για την αποθήκευση του νερού των αστικών πλημμυρών, ώστε να μη πηγαίνει χαμένο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Τόκιο, όπου κάποτε πλημμύριζε κάθε χρόνο. Πλέον έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη υπόγεια δεξαμενή, όπου συσσωρεύονται τα νερά των πλημμυρών και αργότερα αξιοποιούνται.
Τα αποτελέσματα των παραπάνω ερευνών καθώς και οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή, κάνουν τον καθένα να καταλάβει ότι η κατάσταση δεν είναι καθόλου καθησυχαστική. Απεναντίας, ίσως επιτακτικότερα από κάθε άλλη φόρα χρήζει αντιμετώπισης. Και αυτό σημαίνει απλά την ανάληψη δράσης. Από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη πράξη, σταδιακά με σχέδιο και όραμα είναι δυνατόν να σωθεί ό,τι πολυτιμότερο έχουμε. Και ας μην ξεχνάμε, όπως λέει και μια ινδιάνικη παροιμία: «Δεν κληρονομούμε τη γη από τους προγόνους μας, τη δανειζόμαστε από τα παιδιά μας».
Comments