top of page
Εικόνα συγγραφέαenvinow.gr

Κλιματική αλλαγή: Μια όχι και τόσο… «πράσινη επανάσταση»



Για την πράσινη μετάβαση, την παραγωγή και χρήση καθαρής ενέργειας και την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής θα απαιτηθούν τεράστιες ποσότητες ορυκτών και μετάλλων.


Το λίθιο, το κοβάλτιο και το νικέλιο για παράδειγμα είναι κομβικά στην κατασκευή μπαταριών ηλεκτροκίνησης. Οι σπάνιες γαίες είναι απαραίτητες για τη λειτουργία ανεμογεννητριών και ηλεκτρικών κινητήρων.


Για την κατασκευή ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου χρειάζονται κατά μέσο όρο εξαπλάσιες ποσότητες από ένα συμβατικό ΙΧ.


Για κάθε μεγαβάτ χωρητικότητας μιας τυπικής υπεράκτιας ανεμογεννήτριας, αντίστοιχα, απαιτούνται 13 φορές περισσότερα ορυκτά απ’ ότι σε μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο.


Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), για να επιτευχθεί ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 -όριο που έχουν θέσει οι περισσότερες χώρες της Δύσης- θα απαιτηθούν έως και εξαπλάσιες ποσότητες συγκριτικά με το 2020.


Κοντολογίς, σε λιγότερο από 30 χρόνια από σήμερα, η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση σε κρίσιμα ορυκτά προβλέπεται θα φτάσει τα 42,3 εκατομμύρια τόνους ετησίως.


Η προοπτική αυτή εμπεριέχει τεράστιες προκλήσεις.


Τόσο σε γεωπολιτικό επίπεδο, δεδομένου ότι (και) σε αυτού του τύπου την εξόρυξη, καθώς και στις αλυσίδες εφοδιασμού την πρωτοκαθεδρία έχει σήμερα αναμφισβήτητα η Κίνα.


Όσο και από περιβαλλοντικής σκοπιάς, καθώς ακτιβιστές και ερευνητές προειδοποιούν ότι η εξόρυξη σπάνιων γαιών και άλλων -απαραίτητων για την πράσινη επανάσταση- μετάλλων μπορεί να έχει από μόνη της τεράστιες επιπτώσεις σε καλλιέργειες, υδάτινους πόρους, κοινότητες και φυσικά τοπία.


«Ουδέν κακόν, αμιγές καλού»;


Αν και τα περιβαλλοντικά πρότυπα διαφέρουν ανά ήπειρο και παραγωγό χώρα -με πολλές δυτικές εταιρείες να εστιάζουν σε σύγχρονες, δη βιώσιμες μεθόδους εξορύξεων- οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί.


Η διαδικασία περιλαμβάνει εκσκαφή μεγάλων όγκων γης, που μετατρέπονται σε σκόνη και διυλίζονται με τη χρήση χημικών για την εξαγωγή της πολύτιμης πρώτης ύλης.


Στην παρούσα φάση τουλάχιστον, η συνήθης διαδικασία μπορεί να έχει αντίκτυπο στην υγεία των εργαζομένων -αναλόγως τη χώρα παραγωγής και τα πρότυπα ασφαλείας- καθώς και σημαντικό αποτύπωμα άνθρακα.


Έχει επίσης ως αποτέλεσμα την παραγωγή μεταλλευτικών αποβλήτων: ένα μείγμα γης, χημικών ουσιών, μη ανακτήσιμων μετάλλων και νερού επεξεργασίας, που μπορεί συχνά να είναι τοξικό ή ακόμα και ραδιενεργό.


Η διαχείρισή του επίσης διαφέρει από χώρα σε χώρα.


Σε κάποιες -όπως έχει καταγραφεί για παράδειγμα στην Κίνα- μπορεί απλά να απορρίπτεται στην πλησιέστερη υδάτινη πηγή.


Η πιο συνηθισμένη πρακτική σήμερα είναι πάντως τα φράγματα τελμάτων. Όμως και αυτά δεν είναι απαραιτήτως ασφαλή.


Μελέτες έχουν καταγράψει πώς οι πρακτικές διαχείρισης αυτού του τύπου φραγμάτων -συχνά με κακή συντήρηση και ελλιπή παρακολούθηση- και η έλλειψη γνώσης για τη συμπεριφορά των μεταλλευτικών αποβλήτων είχαν ως αποτέλεσμα καταστροφικά δυστυχήματα, με ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες, καθώς και τεράστιες περιβαλλοντικές συνέπειες σε οικοσυστήματα και τοπικές κοινωνίες.


Επί του παρόντος, πάνω από τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας παραγωγής κρίσιμων ορυκτών και μετάλλων αντιστοιχούν σε μια χούφτα χώρες.


Κάποιες κατέχουν μεμονωμένα τα πρωτεία σε κάποιο μέταλλο, όπως π.χ. η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, που καλύπτει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής κοβαλτίου. Το 60% της παραγωγής σπάνιων γαιών γίνεται στην Κίνα.


Ο ασιατικός γίγαντας κυριαρχεί ωστόσο και στη διύλιση, ενώ κινεζικές εταιρείες έχουν πλέον επεκταθεί σε ορυχεία άλλων χωρών, από την Αυστραλία έως την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.


Ευρωπαϊκό… δίκοπο μαχαίρι


Με καθυστέρηση, στον ανταγωνισμό επιχειρούν να μπουν δυναμικά τώρα οι ΗΠΑ, θεσπίζοντας αυστηρά περιβαλλοντικά πρότυπα και ενισχύοντας την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση μέσω και του πρόσφατου Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού.


Η Ευρώπη από την πλευρά της χρησιμοποιεί το 30% της παγκόσμιας παραγωγής ορυκτών και μετάλλων.


Παράγει ωστόσο μόλις το 3% εξ αυτών.


Η κατάσταση αυτή κρίνεται ελλειμματική, όσο και διλημματική από πολλές απόψεις.


Προβλέπεται ότι μέχρι το 2030 η ΕΕ θα χρειαστεί έως και πενταπλάσιες ποσότητες ορυκτών σπάνιων γαιών για την πράσινη μετάβασή της.


Αυτό θα απαιτήσει μια αντίστοιχα ταχεία αύξηση της εξόρυξης.


Εάν δεν είναι διατεθειμένη να το κάνει η ίδια, θα αυξήσει την εξάρτησής της μέσω εισαγωγών από άλλες χώρες. Και δη από την Κίνα.


Η γεωπολιτική υπαγορεύει λοιπόν την πρώτη επιλογή. Όμως η μέχρι στιγμής εμπειρία δείχνει ότι αυτό δεν εύκολο, ούτε άμοιρο κινδύνων.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ορυχεία λιθίου, ενός μετάλλου που όχι τυχαία είναι γνωστό και ως «λευκός χρυσός».


Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις Διοργανικές Σχέσεις και τη Διερεύνηση Προοπτικών, Μάρος Σέφτσοβιτς, υπάρχουν σήμερα 11 δυνητικά βιώσιμα έργα λιθίου στην ΕΕ.


Εάν τεθούν όλα μαζί σε λειτουργία, ανέφερε, «θα μπορούσαν να παράγουν περίπου το 38% της αναμενόμενης ζήτησης λιθίου έως το 2030».


Είναι διάσπαρτα στα ευρωπαϊκά εδάφη, από τη Φινλανδία έως την Πορτογαλία.


Πολλές εταιρείες υπόσχονται παραγωγή με υψηλά περιβαλλοντικά στάνταρτς.


Το παράδειγμα της Πορτογαλίας ωστόσο είναι ένα από τα πολλά που μαρτυρούν ότι τα σχέδια επί χάρτου ουδόλως είναι ρόδινα στην υλοποίησή τους.


Δράση και αντίδραση


Εγείροντας σαφείς επιφυλάξεις για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην περιοχή τους, κάτοικοι και τοπικές αρχές στο μικρό χωριό Κόβας ντο Μπαρόζο, στον πορτογαλικό βορρά, προσπαθούν εδώ και χρόνια να βάλουν φρένο σε ένα έργο που, εφόσον προχωρήσει, θα αποτελέσει το μεγαλύτερου ορυχείου λιθίου στη δυτική Ευρώπη.


Άμεσα ενδιαφερόμενη, η βρετανική εταιρεία Savannah υποστήριξε πρόσφατα ότι οι διαβουλεύσεις με την τοπική κοινότητα στο Μπαρόζο βρίσκονται σε καλό δρόμο.


Στόχος της είναι το έργο να αδειοδοτηθεί και να πάρει σάρκα και οστά το 2025, παράγοντας περίπου 5.000 τόνους λιθίου ετησίως.


Μόλις προ ημερών εν τω μεταξύ ο κρατικός μεταλλευτικός όμιλος LKAB της Σουηδίας ανακοίνωσε ότι εντόπισε στον βορρά της σκανδιναβικής χώρας, στην περιοχή Κιρούνα, «το μεγαλύτερο γνωστό κοίτασμα» σπάνιων γαιών στην Ευρώπη, με περισσότερο από ένα εκατομμύριο τόνους μεταλλευμάτων.


Θα απαιτηθεί ωστόσο μια μακρά διαδικασία αδειοδότησης, που ο διευθύνων σύμβουλος του LKAB, Γιαν Μόστρεμ, εκτίμησε εμπειρικά ότι θα μπορούσε να διαρκέσει «10 με 15 χρόνια».


«Θυσίες»


Στο μεσοδιάστημα η πόλη της Κιρούνα, που βρίσκεται εντός του Αρκτικού Κύκλου, είναι εδώ και χρόνια σε φάση… μετεγκατάστασης 3 χιλιόμετρα ανατολικότερα, συμπεριλαμβανόμενων των 23.000 κατοίκων της, δρόμων και κτιρίων.


Αυτό ήταν το σχέδιο που επελέγη προ ετών, όταν καταγράφηκε στην περιοχή σταδιακή καθίζηση του εδάφους από το μεγαλύτερο υπόγειο ορυχείο σιδήρου στον κόσμο.


Βρίσκεται στα έγκατα της Κιρούνα, λειτουργεί υπό την LKAB από τα τέλη του 19ου αιώνα και από τις στοές του σήμερα παράγεται το 93% του σιδήρου στην Ευρώπη.


Η επιχείρηση θεωρείται τόσο οικονομικά επικερδής, που κρίθηκε προτιμότερο να μετακινηθεί η πόλη.


Στο σουηδικό νότο, αντίθετα, το εγχείρημα της καναδικής εταιρείας Leading Edge Materials να αποκτήσει άδεια λειτουργίας σε ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα σπάνιων γαιών στον κόσμο, το Norra Karr, «βαλτώνει» σε κοντινή απόσταση από τις όχθες της λίμνης Βέτερν: τη δεύτερη μεγαλύτερη στη Σουηδία και έκτη στην Ευρώπη.


Η αντίθεση είναι μαζική από τον πληθυσμό της περιοχής, τοπικούς αξιωματούχους και περιβαλλοντικές οργανώσεις, εν μέσω ανησυχιών για απώλεια της βιοποικιλότητας και μόλυνση της λίμνης.


Ανάλογες αντιδράσεις καταγράφονται σε διάφορα σημεία της Ευρώπης.


Κάτι που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλείται να λάβει συνολικά υπόψη της, καθώς προετοιμάζει το νομικό πλαίσιο για επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης και ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης σε κρίσιμες πρώτες ύλες.


Μαργαρίτα Βεργολιά


ΠΗΓΗ: ot.gr



Comments


bottom of page