Καθώς ο χειμώνας και οι χαμηλές θερμοκρασίες στην Ελλάδα μόλις ξεκίνησαν, σύντομα τα αστικά κέντρα πρόκειται να αντιμετωπίσουν το παραδοσιακά υπαρκτό πρόβλημα της αιθαλομίχλης. Γι’ αυτήν, θα διαβάσετε εκτενή ανάλυση στο envinow τις επόμενες ημέρες, με στόχο τον περιορισμό του φαινομένου και αναφορά στις ενέργειες που πρέπει ο καθένας. Το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης όμως είναι γενικότερο, και είναι και Ελληνικό.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ατμοσφαιρική ρύπανση ορίζεται το φαινόμενο όπου «η εξωτερική περιβαλλοντική ατμόσφαιρα περιέχει υλικά σε συγκέντρωση η οποία είναι επιβλαβής για τους ανθρώπους και το γύρω περιβάλλον τους».
Οι ατμοσφαιρικοί ρυπαντές στις πόλεις αποτελούν κυρίως μείγμα πολλών διαφορετικών ρυπαντών, από τους οποίους μερικοί είναι ορατοί, όπως η σκόνη και η αιθάλη, ενώ πολλοί είναι αόρατοι, όπως πολύ μικρά σωματίδια ή αέρια. Η ρύπανση ταξινομείται ως πρωτογενής ή δευτερογενής. Οι πρωτογενείς ρυπαντές είναι ουσίες που παράγονται απευθείας από μια διαδικασία, όπως η στάχτη από μια ηφαιστειακή έκρηξη ή το μονοξείδιο του άνθρακα από τις εξατμίσεις των οχημάτων. Οι δευτερογενείς ρυπαντές δεν απελευθερώνονται. Δημιουργούνται στον αέρα όταν οι πρωτογενείς ρυπαντές αντιδρούν ή αλληλεπιδρούν. Το όζον αποτελεί ένα παράδειγμα δευτερογενούς ρυπαντή.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των σύγχρονων αστικών κέντρων. Σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί ένα κύριο περιβαλλοντικό και κοινωνικό ζήτημα! Είναι σημαντική απειλή για την ανθρώπινη υγεία και συνδέεται με καρδιοαναπνευστικές παθήσεις και κακοήθη νοσήματα. Ακόμη, πλήττει σοβαρά και το περιβάλλον, αφού υποβαθμίζει την ποιότητα του νερού, του εδάφους, των καλλιεργειών και τα οικοσυστήματα. Πολλοί ρύποι μάλιστα, συμπεριφέρονται ως αέρια του θερμοκηπίου συμβάλλοντας στην κλιματική αλλαγή.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων συνιστούν διαχρονική πηγή προβληματισμού. Η Ελλάδα αποτελεί κλασική περίπτωση χώρας, όπου αναδεικνύεται η ανάγκη για τη συστηματική παρακολούθηση τόσο των εκπομπών πρωτογενών ρύπων από την ανθρωπογενή δραστηριότητα, όσο και των πραγματικών επιπέδων ρύπανσης στην ατμόσφαιρα, καθώς οι ιδιαίτερες γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες της χώρας περιπλέκουν σε σημαντικό βαθμό τις διεργασίες στις οποίες υπόκειται το ατμοσφαιρικό μίγμα κατά τη διαδρομή από τις πηγές στους αποδέκτες.
Κατά την τελευταία δεκαετία, έχει παρατηρηθεί η σταδιακή βελτίωση της ποιότητας του αέρα, κυρίως ως αποτέλεσμα του περιορισμού των εκπομπών πρωτογενών ρύπων. Παρά την παρατηρούμενη μείωση των εκλύσεων - συνδυαστικό αποτέλεσμα των στρατηγικών νομοθετικών πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της οικονομικής ύφεσης - εξακολουθούν να καταγράφονται υπερβάσεις των προβλεπόμενων οριακών τιμών για την προστασία της υγείας. Η ποιότητα του αέρα, αναφορικά με τα επίπεδα ατμοσφαιρικών ρύπων στα οποία εκτίθενται οι κάτοικοι, παρακολουθείται συστηματικά από σταθμούς μέτρησης που λειτουργούν υπό την επίβλεψη του ΥΠΕΝ και των κατά τόπους περιφερειών. Η συστηματική παρακολούθηση σε εθνικό επίπεδο ανατρέχει στο 2001, με την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης (ΕΔΠΑΡ), το οποίο περιλαμβάνει σταθμούς στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.
Τα αποτελέσματα από την ανάλυση των καταγραφόμενων συγκεντρώσεων κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του ΕΔΠΑΡ ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητικά, είναι γεγονός ότι σταδιακά έχει σημειωθεί υποχώρηση των επιπέδων. Κατά το 2016 (πλέον πρόσφατο έτος αναφοράς), εξακολουθούν να καταγράφονται υπερβάσεις των οριακών τιμών της ΕΕ για το όζον, τα αιωρούμενα σωματίδια και το διοξείδιο του αζώτου.
Ο ευρύτερος τομέας της ενέργειας παρουσιάζεται να έχει καίρια συμβολή στις εκπομπές των περισσοτέρων ρύπων, μέσω της παραγωγής ενέργειας και της χρήσης της στη βιομηχανία, της χρήσης καυσίμων στις μεταφορές και των χρήσεων στον τριτογενή τομέα και στα νοικοκυριά.
Συγκεκριμένα για το 2016, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις:
• 55% του αστικού πληθυσμού εκτίθεται σε επίπεδα όζοντος (Ο3 ) που παραβιάζουν την τιμή στόχο της ΕΕ για την προστασία της υγείας
• 2% του αστικού πληθυσμού εκτίθεται σε μέσες ετήσιες συγκεντρώσεις διοξειδίου του αζώτου (NO2 ) που υπερβαίνουν την ετήσια οριακή τιμή της ΕΕ.
• 21% του αστικού πληθυσμού εκτίθεται στη διάρκεια του έτους σε περισσότερες από τις επιτρεπτές υπερβάσεις της 24-ωρης οριακής τιμής συγκεντρώσεων αιωρούμενων σωματιδίων.
• 2% του πληθυσμού της Αθήνας εκτίθεται σε μέσες ετήσιες συγκεντρώσεις βενζολίου που υπερβαίνουν την οριακή τιμή της ΕΕ.
Η σημαντική αναβάθμιση του δικτύου ΕΔΠΑΡ που πραγματοποιήθηκε το 2015 και η αύξηση της κάλυψης σε πόλεις της περιφέρειας, όπου η προϋπάρχουσα υποδομή είτε έχει τεθεί εκτός λειτουργίας είτε είναι “γηρασμένη”, αναμένεται μελλοντικά να προσφέρει σημαντικά δεδομένα για την εκτίμηση της έκθεση του πληθυσμού, με μεγαλύτερη χωρική αντιπροσωπευτικότητα.
Comments