Η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) για την ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας, η οποία παρουσιάστηκε χθες σε κοινή εκδήλωση με το ΥΠΕΝ, τοποθετεί στο επίκεντρο ως πηγή ανησυχίας την αυξανόμενη εξάρτηση από υποδομές, χρήσεις και εξορύξεις ορυκτού αερίου.
Στον πρόλογό του, ο επικεφαλής του ΙΕΑ Δρ Φατίχ Μπιρόλ (Fatih Birol) εξαίρει ως θετικές εξελίξεις την ψήφιση εθνικού κλιματικού νόμου που θέτει συγκεκριμένους στόχους για τον μηδενισμό των εκπομπών μέχρι το 2050 και επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει μειώσει το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στον ενεργειακό εφοδιασμό της, κυρίως λόγω της μειωμένης χρήσης λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Επισημάνσεις που αναμενόμενα αντιμετωπίζονται ως θετικές εξελίξεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν το παραπλανητικά πανηγυρικό εγχώριο αφήγημα για όσα πραγματικά λέει η έκθεση του ΙΕΑ, καθώς εστιάζει επιλεκτικά στις αβρότητες και σε επιμέρους θετικά στοιχεία, εξαφανίζοντας από το επικοινωνιακό προσκήνιο τα κομβικής σημασίας κεντρικά μηνύματα.
Συνολικά η έκθεση του ΙΕΑ αναλύει μια κατάσταση που διόλου βιώσιμη δεν είναι. Τα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη πηγή ενέργειας στη χώρα και απαιτούνται ισχυρές προσπάθειες για τη μείωση της ζήτησης ορυκτών καυσίμων σύμφωνα με τους κλιματικούς στόχους. Η μείωση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύση λιγνίτη αντισταθμίστηκε κυρίως από την αύξηση της παραγωγής με καύση ορυκτού αερίου και δευτερευόντωςτης παραγωγής από αιολικά και φωτοβολταϊκά.Η έκθεση μάλιστα πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα: σε αρκετά σημεία χρησιμοποιεί μία λέξη κλειδί για κάθε νέα μονάδα και υποδομή ορυκτών καυσίμων: “αχρηστευμένα περιουσιακά στοιχεία” (stranded assets).
Ως προς τον βασικότερο δείκτη, αυτόν της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ο IEA αποδίδει την όποια πρόοδο κυρίως στη συρρίκνωση της οικονομίας μετά το 2008 και την πανδημία, ενώ προειδοποιεί για την αύξηση των εκπομπών μετά την άρση των μέτρων κατά της πανδημίας.
Οι ειδικές επισημάνσεις του ΙΕΑ για την ελληνική ενεργειακή πολιτική θέτουν στο επίκεντρο την ανερμάτιστη εθνική ενεργειακή πολιτική που χαρακτηρίζεται από τη βαθιά και δίχως ορίζοντα απεγκλωβισμού εξάρτηση της χώρας από το ορυκτό αέριο και την ανεπαρκή πρόοδο στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας και της προστασίας των ευάλωτων νοικοκυριών. Εκφράζει επίσης αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα των προγραμμάτων έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων.
Οι συγκεκριμένες συστάσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας προς την Ελλάδα είναι οι εξής (σελ. 15):
«Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει:
· Να επανεκτιμήσει την ανάγκη για επενδύσεις σε υποδομές ορυκτών καυσίμων, λαμβάνοντας υπόψη της τον κίνδυνο των αχρηστευμένων περιουσιακών στοιχείων (stranded assets) και την ανάγκη να κατευθυνθούν τα περιορισμένα κεφάλαια σε επενδύσεις που υποστηρίζουν την ενεργειακή μετάβαση.
· Να διασφαλίσει διαφανή και σταθερά νομικά και ρυθμιστικά πλαίσια, τα οποία θα επιτρέπουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα έργα υποδομής ηλεκτρικής ενέργειας να υλοποιηθούν σε εύλογο χρονικό πλαίσιο. Να ευθυγραμμίσει τις διαδικασίες χωροταξικού σχεδιασμού και αδειοδότησης ώστε να διευκολυνθεί η έγκαιρη ανάπτυξη των έργων.
· Να προσαρμόσει φόρους, κανονιστικές ρυθμίσεις της αγοράς, και μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης κατά τρόπο ώστε οι τιμές της ενέργειας να οδηγούν τις συμπεριφορές και τις επενδύσεις προς μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση, να αυξάνουν την ευελιξία του συστήματος και να μειώνουν τον κίνδυνο πρόκλησης αχρηστευμένων περιουσιακών στοιχείων (stranded assets).
· Να επικεντρώσει τα προγράμματα κτιριακών ανακαινίσεων σε βαθιές ανακαινίσεις που συνδυάζουν θερμομόνωση με αντλίες θερμότητας, ώστε να αποφέρουν τα μέγιστα οφέλη για την εξοικονόμηση ενέργειας και μείωση των λογαριασμών. Τα ευάλωτα νοικοκυριά θα πρέπει να λαμβάνουν προτεραιότητα και επαρκείς πόρους.
· Να προωθήσει την αντικατάσταση παλαιών οχημάτων, ιδίως φορτηγών εμπορευμάτων, με την παροχή κινήτρων, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος απόσυρσης και ανταλλαγής παλαιών οχημάτων με πιο αποδοτικά.»
Αξιοσημείωτες επίσης είναι οι ειδικές επισημάνσεις σχετικά με τη δυνατότητα της ΡΑΕ να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες ρύθμισης της ενεργειακής αγοράς της χώρας. Συγκεκριμένα, ο ΙΕΑ αναφέρει ότι (σελ. 32): «η ΡΑΕ είναι σημαντικά υποστελεχωμένη και αντιμετωπίζει δυσκολίες για την προσφορά ανταγωνιστικών αμοιβών που είναι απαραίτητες για την προσέλκυση και διατήρηση έμπειρων ειδικών. Στοιχεία του 2021 δείχνουν ότι η ΡΑΕ έχει προϋπολογισμένο δυναμικό 211 μόνιμων στελεχών, όμως μόνο 105 υπάλληλοι (49 μόνιμοι και 56 μη μόνιμοι) απασχολούνται. ….. Υπάρχουν επίσης ανησυχίες σχετικά με την πλήρη ανεξαρτησία της ΡΑΕ. ….. Υπάρχουν επίσης περιστατικά προώθησης από την κυβέρνηση νομοθεσίας και διαταγμάτων που αφορούν ζητήματα τα οποία υποτίθεται ότι αποτελούν αποκλειστικό αντικείμενο της ΡΑΕ.» Με τις ανησυχίες αυτές που εκφράζει ο ΙΕΑ εύλογα δημιουργείται σοβαρή ανησυχία για τον πρόσφατο νόμο με τον οποίο η ΡΑΕ επιφορτίζεται και με τις εξαιρετικά κρίσιμες ευθύνες για το πόσιμο νερό και τα απόβλητα.
Παρά το γεγονός ότι ο ΙΕΑ είναι ένας ιστορικά συντηρητικός σε σχέση με τα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής οργανισμός, εντούτοις τα τελευταία χρόνια τονίζει ισχυρά την ανάγκη για απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα όλων των εθνικών ενεργειακών συστημάτων. Τονίζει δίχως κανένα περιθώριο παρερμηνείας ότι με όρους αγοράς ενέργειας, αλλά και προστασίας του περιβάλλοντος, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για διάνοιξη νέων πεδίων εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων (όπως τα προγράμματα στις θάλασσες της Κρήτης και του Ιονίου και σε χερσαίες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας).
Παράρτημα και σημειώσεις για συντάκτες:
1. Με σκανδαλωδώς ευνοϊκές ρυθμίσεις, όπως αυτές που ψηφίστηκαν στον πρόσφατο νόμο 5037/2023 για τη ΡΑΕ, η κυβέρνηση προωθεί τη βαθύτερη εξάρτηση της Ελλάδας από μονάδες ορυκτού αερίου, το κόστος της αδρανοποίησης των οποίων, όταν θα σταματήσουν να είναι επικερδείς, θα κληθεί να πληρώσει η κοινωνία. Σημειωτέον ότι μέσα στην επόμενη διετία αναμένεται η ένταξη τεσσάρων νέων μονάδων συνολικής ισχύος 3,3GW, ενώ σε διαδικασία αδειοδότησης βρίσκονται ακόμα τέσσερις τουλάχιστον μονάδες συνολικής ισχύος 2,3GW. Επίσης σε στάδιο κατασκευής ή σχεδιασμού βρίσκονται 5 σταθμοί εισαγωγής υγροποιημένου ορυκτού αερίου (Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Κόρινθο), συνολικής χωρητικότητας μεγαλύτερης από 25 δισ.κμ.
2. Συγκεκριμένες επισημάνεις του ΙΕΑ που έχουν κεντρική σημασία και αφορούν την εξάρτηση της Ελλάδας από τα ορυκτά καύσιμα:
«Τα σχέδια παροπλισμού του μεγαλύτερου μέρους της λιγνιτικής παραγωγής έως το 2023 αναβλήθηκαν για το 2028, νομική προθεσμία για τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση. Υπάρχουν σχέδια για την επέκταση της έρευνας για εγχώριο πετρέλαιο και φυσικό αέριο, την κατασκευή περισσότερων τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου, τον εντοπισμό εναλλακτικών προμηθευτών φυσικού αερίου και την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παραγωγής ενέργειας. Οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες της χώρας να απεξαρτηθεί από ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει το φυσικό αέριο στα σχέδια ενεργειακής μετάβασης της Ελλάδας. Η συνεχιζόμενη εξάρτηση από το φυσικό αέριο μπορεί επίσης να θεωρηθεί ασύμβατη με την κλιματική πολιτική της χώρας – οι επενδύσεις στην επέκταση του εθνικού δικτύου αερίου θα ήταν καλύτερο να κατευθυνθούν στην ενεργειακή απόδοση, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την αποθήκευση ενέργειας. Η κυβέρνηση πρέπει να επανεξετάσει και να εξορθολογήσει το ρόλο του αερίου στον ενεργειακό της σχεδιασμό και τις πολιτικές του τομέα για να αποφύγει τα αχρηστευμένα περιουσιακά στοιχεία.»
Comments