Διανύουμε αυτές τις μέρες έναν ακόμη Αύγουστο, στην καρδιά του καλοκαιριού, χαιρόμαστε τις Ελληνικές θάλασσες και ακτές. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μία συντονισμένη προσπάθεια να τις διαφυλάξουμε κατά το δυνατόν, από ρύπους και απορρίμματα που συχνά είναι αποτέλεσμα της υπερφόρτωσης της Ελληνικής και Μεσογειακής ακτογραμμής κατά τους θερινούς μήνες. Το πρόβλημα δεν έχει αντιμετωπιστεί, αλλά προβάλλεται επαρκώς τα τελευταία χρόνια, ώστε να ευαισθητοποιηθούν οι διερχόμενοι παραθεριστές, από κάθε γωνιά του κόσμου, να προστατεύουν το φυσικό περιβάλλον.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως, συγκεντρώνει ένα φαινόμενο των Ελληνικών ακτών, που δεν οφείλεται άμεσα στον άνθρωπο, η διάβρωσή, που μαστίζει τη χώρα μας.
Η διάβρωση είναι μείζονος σημασίας ζήτημα για τη χώρα μας, αν αναλογιστεί κανείς ότι περιβάλλεται από πολύ μεγάλο μήκος ακτών, 16.300 χιλιομέτρων, έχει την 9η μεγαλύτερη ακτογραμμή στον κόσμο, ενώ συγκριτικά με την επιφάνειά της και με το επι τοις εκατό ποσοστό ακτογραμμής/περιμέτρου (93%) κατατάσσεται στην 4η θέση μετά την Ισλανδία, τη Μ. Βρετανία και τη Νορβηγία. Η διάβρωση είναι ένα φυσικό φαινόμενο, που συχνά προκαλεί κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, με την καταστροφή παράκτιων υποδομών και την υποβάθμιση τουριστικών περιοχών λόγω της απομείωσης ή απώλειας των ακτών. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα φαίνονται στις φωτογραφίες:
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα, πως διαμορφώνεται το φαινόμενο της διάβρωσης. Στις ακτές και στους πυθμένες των παράκτιων περιοχών, αναπτύσσεται δράση κυματισμών και ρευμάτων. Αν οι ακτές είναι βραχώδεις (44% των ακτών), έχουν σταθερή μορφή που μεταβάλλεται στο πέρασμα των αιώνων με αργούς ρυθμούς, ενώ αν είναι αμμώδεις (παράκτιοι κρημνοί, παραλιακές ζώνες, πηλώδεις ακτές), αποτελούμενες από κυμαινόμενης κοκκομετρίας υλικά, υφίστανται έντονα την επίδραση των ρευμάτων και κυματισμών. Έτσι, δημιουργούνται μορφολογικές αλλοιώσεις, που μπορεί να συντελεστούν σε λίγες μόνο ώρες, ή ακόμα και σε διάστημα δεκαετιών.
Οι κυματισμοί, συνιστούν τους βασικούς παράγοντες που προκαλούν την αποσταθεροποίηση των κόκκων και στη συνέχεια τα θαλάσσια ρεύματα αναλαμβάνουν τη μεταφορά σε μεγάλες οριζόντιες αποστάσεις.
Οι διάφορες συνιστώσες που δρουν πάνω σε έναν κόκκο της επιφάνειας του πυθμένα είναι δυνατόν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες δυναμικές συνθήκες αποκόλλησης των επιφανειακών κόκκων με αποτέλεσμα την έναρξη της διάβρωσης.
Μάλιστα, το πρόβλημα εντείνεται με την κλιματική αλλαγή, που μεταξύ άλλων, πλήττει και τα λιμενικά και παράκτια τεχνικά έργα, καθιστώντας απαραίτητο τον επανασχεδιασμό και την αναβάθμισή τους.
Πιο αναλυτικά, η κλιματική αλλαγή, προκαλεί μεταβολή στη συχνότητα εμφάνισης και έντασης των ανέμων, διαταράσσοντας την υπάρχουσα δυναμική ισορροπία των φερτών, οδηγώντας σε έλλειμμα υλικού και διάβρωση. Ακόμη, με τη δράση μεγαλύτερου ύψους κυματισμών, κατά τη χειμερινή περίοδο, υπάρχει εντονότερη εγκάρσια μεταφορά ιζημάτων από τις ρηχές περιοχές στις πιο βαθιές περιοχές.
Η αύξηση της στάθμης της θάλασσας, που είναι αποτέλεσμα της τήξης των πάγων, διαταράσσει εκ νέου την ισορροπία που προαναφέρθηκε. Επιπροσθέτως, οι έντονες βροχοπτώσεις που αυξάνονται, επηρεάζουν τις διαβρώσεις των εδαφών της ενδοχώρας και συνεπώς και τη φυσική τροφοδότηση των ακτών με χερσογενές ίζημα, που πραγματοποιείται μέσω των ποταμών και των χειμάρρων.
Τα αίτια της διάβρωσης, συνήθως εντοπίζονται στον συνδυασμό των παραπάνω παραγόντων, αλλά όχι μόνο. Η διάβρωση μπορεί να προκληθεί ακόμη, από αλλαγές στις διευθύνσεις των ανέμων σε μακροχρόνια βάση, ή και ανθρωπογενείς παράγοντες. Τέτοιοι παράγοντες, είναι η κατασκευή παράκτιων έργων χωρίς επαρκή ακτομηχανική μελέτη, η ανθρωπογενής μεταφορά παράκτιου υλικού για άλλες χρήσεις και η έντονη αστικοποίηση παράκτιων περιοχών.
Η Ελλάδα σύμφωνα με το EUROSION(2004), έχει υποστεί διάβρωση κατά 28,6%, ενώ η Κύπρος κατά 37,8%.
Ακόμη, η εκτιμώμενη τρωτότητα των Ελληνικών ακτών σύμφωνα με τους Αλεξανδράκη και Πούλο (2010) παρουσιάζεται στον ακόλουθο πίνακα.
Καθίσταται λοιπόν απαραίτητη η προφύλαξη των ακτών μας από τη διάβρωση, ώστε να αποφευχθούν οι καταστροφές στις υποδομές της χώρας μας, αλλά και να διαφυλαχθεί ο τουρισμός, που τόσο συμβάλλει στην οικονομία μας. Τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν είναι ποικίλα και μελετώνται κατά περίπτωση.
Αρχικά, είναι ο περιορισμός των αιτίων που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή και ο προσεκτικός σχεδιασμός των έργων στην παράκτια ζώνη.
Ακολούθως, τα έργα προφύλαξης από την διάβρωση διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τα ήπια και τα σκληρά. Στα σκληρά έργα, περιλαμβάνονται οι βραχίονες που τοποθετούνται κάθετα στην ακτογραμμή, δημιουργούν μία νέα ισορροπία και μεταφορά ιζημάτων και προστατεύουν τη διάβρωση. Αυτή η λύση μπορεί να οδηγήσει και σε προβλήματα, όπως για παράδειγμα στην παραλία της Κατερίνης όπου η κατασκευή προβόλων οδήγησε σε υποβάθμιση της ποιότητας του νερού, λόγω της διακοπής της παράκτιας κυκλοφορίας και της απομόνωσης ευτροφικών μαζών. Ακόμη, σκληρές ακτομηχανικές λύσεις είναι η τοποθέτηση κυματοθραυστών (έξαλοι ή ύφαλοι) που συνήθως προκαλούν κοινωνικές αντιδράσεις και οι παράκτιοι τοίχοι, που δεν μπορούν πάντα να εφαρμοστούν.
Στις ήπιες μεθόδους, περιλαμβάνεται η τεχνητή ανάπλαση της ακτής με άμμο (beach nourishment). Στη μέθοδο αυτή, απλά τροφοδοτείται η ακτή με άμμο που λαμβάνεται από άλλες ακτές όπου υπάρχει περίσσεια υλικού αλλά και από τη θάλασσα σε βάθη μεγαλύτερα των 15 μέτρων. Το υλικό τοποθετείται έτσι ώστε να επεκτείνεται η ακτή προς τη θάλασσα. Το ύψος που γίνεται η εναπόθεση του υλικού είναι της τάξης των 1-2 m πάνω από τη μέση στάθμη θάλασσας. Μετά την εναπόθεση της άμμου οι κυματισμοί θα διαμορφώσουν μια νέα κατάσταση “ισορροπίας”. Ήπια μέθοδος είναι και η αλλαγή της παράκτιας κλίσης που χρησιμοποιείται σπανιότερα.
Συμπερασματικά, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι είναι κρίσιμη η ολιστική αντιμετώπιση του φαινομένου της διάβρωσης, ως ένα σημαντικό τεχνικό, αλλά και κοινωνικοοικονομικό θέμα με μεγάλη επίδραση στον τουρισμό. Οι ακτές μας είναι ένας σπουδαίος φυσικός πόρος που διαθέτει η χώρα μας και η ομορφιά τους αποτελεί κίνητρο για εκατομμύρια ανθρώπους από όλη την υφήλιο, να επισκέπτονται τη χώρα μας ετησίως. Είναι χρέος μας λοιπόν, όταν χρειάζεται να παρεμβαίνουμε σε αυτές, να το κάνουμε με σύνεση και άριστη τεχνική προετοιμασία, ενώ όταν χρειάζεται να τις προστατεύουμε, να λειτουργούμε με αμεσότητα, επιλέγοντας την καλύτερη δυνατή λύση.
Comments