Τα σύγχρονα πρότυπα διαβίωσης, η ραγδαία αύξηση στην κατανάλωση αγαθών και την παραγωγή αυξημένων ποσοτήτων αποβλήτων επήλθαν ως συνέπεια του σύγχρονου αυστηρώς καταναλωτικού τρόπου ζωής μέσω του οποίου οι κοινωνίες, εμμέσως, υποχρεώθηκαν χωρίς να έχουν άλλη επιλογή στη χρήση συγκεκριμένων-κατά βάση πλαστικών-προϊόντων τα οποία προωθούνται στην αγορά σχεδόν αποκλειστικά ως υλικά συσκευασίας των περισσότερων καταναλωτικών αγαθών. Η εφαρμογή της αρχής της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά στο πλαίσιο των διαχειριστικών πολιτικών συνεχίζουν να υιοθετούνται αντίστοιχες στρατηγικές, οι οποίες δεν εστιάζουν όσο θα έπρεπε στον παραγωγικό τομέα, στοχεύοντας πρωτίστως στη μείωση της κατανάλωσης των πλαστικών προϊόντων μιας χρήσης παρά στον περιορισμό της πρώτης ύλης για την παραγωγή τους.
Τα περιοριστικά μέτρα ως προς την χρήση τους και η θέσπιση ειδικής εισφοράς για όσα εξ’ αυτών συνεχίζουν να διατίθενται στην αγορά (πλαστική σακούλα, καλαμάκια, κυπελάκια, περιέκτες τροφίμων κλπ) δεν επαρκούν για να τεθεί υπο έλεγχο η κατάσταση σε ότι αφορά στην παραγωγή και την διάθεση των πλαστικών ως απόβλητα. Και αυτό γιατί η εφαρμογή τους επιτρέπει τη συνέχιση της παραγωγής και της χρήσης τους. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην παγκόσμια παραγωγή πλαστικού η οποία, αν και παρουσιάστηκε ελαφρώς μειωμένη το 2020, συνεχίζει να παραμένει σε υψηλά επίπεδα ανερχόμενη σε περίπου 370 εκατομμύρια τόνους σύμφωνα με στοιχεία του www.statista.com. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, αυξήθηκε κατά περίπου 170 εκατ. τόνους στα τελευταία 20 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο εφαρμόζονται οι στρατηγικές εναλλακτικής διαχείρισης. Το μεγαλύτερο μερίδιο αυτής το καταλαμβάνουν τα πλαστικά συσκευασίας με παραγωγή (2016), που αντιστοιχεί σχεδόν στο 50% της συνολικής παραγωγής πλαστικού παγκοσμίως.
Η ανωτέρω στρατηγική σε συνέχεια όσων θεσπίστηκαν με την Οδηγία 2008/98/ΕΕ, την 2019/904/ΕΕ κ.α., σχετικά με την εναλλακτική διαχείριση των αποβλήτων, έχει ως βασικό στόχο την εκτροπή του μεγαλύτερου (κατά το δυνατό) ποσοστού της συνολικής παραγωγής αποβλήτων από την τελική διάθεση μέσω της πρόληψης, της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησης, μεταφέροντας όμως στην πράξη την ευθύνη υλοποίησης και επίτευξης των αρκετά υψηλών στόχων από τους παραγωγούς στους καταναλωτές.
Η επιβολή εισφοράς όμως δεν διασφαλίζει την μείωση της χρήσης πρωτογενών πόρων στην παραγωγή υλικών και δεν ενισχύει την πρόληψη στην δημιουργία και τη διάθεση των αποβλήτων. Απεναντίας η παροχή αυτής της άτυπης «χάριτος» συντελεί στη συνεχιζόμενη αύξηση (ποσοτικά) της παραγωγής πλαστικού, περιορίζοντας σημαντικά την επίτευξη των τιθέμενων στόχων. Η συγκεκριμένη διαπίστωση προκύπτει ως εμπειρία από την εφαρμογή και την πρακτική αποτυχία επίτευξης των αρκετά υψηλών και φιλόδοξων στόχων της εναλλακτικής διαχείρισης (οι οποίοι καθορίστηκαν με την 2008/98/ΕΕ) ως προς την ανάκτηση και επαναχρησιμοποίηση των αξιοποιήσιμων υλικών που εμπεριέχονται στα απόβλητα.
Με τον συνολικό αριθμό των παραγωγών που δραστηριοποιούνται εκτός του θεσμοθετημένου πλαισίου της εναλλακτικής διαχείρισης να παραμένει αδιευκρίνιστος, η συνολική παραγωγή πλαστικού και αποβλήτων συσκευασίας προσδιορίζονται βάσει εκτιμήσεων. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι, το ποσοστό ανακύκλωσης αποβλήτων συσκευασίας που σε επίπεδο ΕΕ ανέρχεται στο 65% σύμφωνα με το www.statista.com., τελεί υπο αμφισβήτηση.
Η κακή ωστόσο ποιότητα των ανακυκλώσιμων υλικών τα καθιστά ακατάλληλα για επαναχρησιμοποίηση ως πρώτη ύλη στην παραγωγική διαδικασία. Έτσι σε αρκετές χώρες η ανακύκλωση του πλαστικού κυμαίνεται σε ακόμη χαμηλότερα ποσοστά με την καύση να προκρίνεται ως βέλτιστη λύση συγκριτικά πάντα με την τελική διάθεση.
Είναι πλέον σαφές ότι απαιτείται επανεξέταση του στρατηγικού πλαισίου εναλλακτικής διαχείρισης κατά την οποία θα λάβει χώρα η εκ νέου διαμόρφωση των αρχών της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού επικεντρώνοντας στη χρήση εναλλακτικών υλικών στη συσκευασία με βάση τις αρχές της αειφόρου ανάπτυξης, μετασχηματίζοντάς την εννοιολογικά σε αρχή πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων κατά το σχεδιασμό προϊόντων. Τα ανωτέρω θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε έχουν τα χαρακτηριστικά και την ποιότητα που θα τα προκρίνουν ως εν δυνάμει ανακυκλώσιμα και επαναχρησιμοποιήσιμα στην παραγωγή μετά το τέλος του κύκλου ωφέλιμης ζωής τους, διασφαλίζοντας εμπράκτως με αυτόν τον τρόπο από το στάδιο του σχεδιασμού την απαιτούμενη πρόληψη στη δημιουργία αποβλήτων.
Comentários