Τη στιγμή που η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία για τη θεμελίωση μιας πραγματικά κυκλικής οικονομίας, μέσα από την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ευρωπαϊκής οδηγίας 2019/904 για τα πλαστικά μίας χρήσης και την αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδιασμού Διαχείρισης Αποβλήτων, ακούγεται ολοένα και πιο έντονα ότι το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας βλέπει την καύση απορριμμάτων ως μια “εύκολη” λύση στο μείζον πρόβλημα της διαχείρισης των αστικών απορριμμάτων. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, Μεσόγειος SOS, Greenpeace και WWF Ελλάς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας ότι μια τέτοια επιλογή είναι ασύμβατη με τις αρχές της κυκλικής οικονομίας, ενώ αποτελεί μια περιβαλλοντικά και οικονομικά δαπανηρή και ήδη ξεπερασμένη μέθοδο.
Συγκεκριμένα, οι τέσσερις οργανώσεις κατέθεσαν αναλυτικά τις θέσεις τους στον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας μέσα από κοινή επιστολή, ζητώντας του παράλληλα να πάρει σαφή θέση υπέρ μιας κυκλικής οικονομίας, στην οποία η καύση απορριμμάτων ή υπολειμμάτων δεν έχει καμία θέση.
Πίσω από τις πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας υπέρ της ενεργειακής αξιοποίησης των απορριμμάτων διαφαίνεται η ελπίδα ότι δεν χρειάζεται να αλλάξουμε πολλά για να αντιμετωπιστεί ο ολοένα αυξανόμενος όγκος απορριμμάτων που παράγουμε ως χώρα, αρκεί να επιτρέψουμε επενδύσεις σε εργοστάσια ανάκτησης ενέργειας με καύση σκουπιδιών. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ διαφορετική, καθώς η επιλογή της καύσης συνοδεύεται από μία σειρά κρίσιμων προβλημάτων.
Τα δεδομένα που οι τέσσερις περιβαλλοντικές οργανώσεις βάζουν για άλλη μια φορά στη δημόσια συζήτηση, που οι αρμόδιοι θεσμικοί φορείς ποτέ δεν πραγματοποίησαν, είναι τα εξής:
Η κυκλική οικονομία και η καύση δεν πάνε μαζί. H EE μέσα από την έκδοση της στρατηγικής για την κυκλική οικονομία δίνει έμφαση στην ελαχιστοποίηση της χρήσης των πόρων και στην έννοια της επαναχρησιμοποίησης. Η τάση αυτή, αναγκάζει χώρες με προϊστορία στην καύση, όπως η Δανία, η Γερμανία και η Σουηδία να αναζητήσουν λύσεις πέρα από την καύση.
Η καύση εμποδίζει την επίτευξη των στόχων που έχει θέσει η Ελλάδα. Αν η Ελλάδα αποφασίσει να επενδύσει στην καύση, τότε είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι στόχοι, για τους οποίους έχει δεσμευθεί, για ενίσχυση της ανακύκλωσης και συρρίκνωση του ποσοστού ταφής. Αντίθετα, η χώρα θα παραμείνει κολλημένη σε ένα ξεπερασμένο και ακριβό μοντέλο διαχείρισης απορριμμάτων. Στο ίδιο πλαίσιο, η Πορτογαλία, που σήμερα καίει το 20% των σκουπιδιών της, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι δεν θα επενδύσει σε νέες μονάδες καύσης, καθώς κινδυνεύει να μην πιάσει τους στόχους της.
Η καύση απορριμμάτων είναι πανάκριβη υπόθεση. Με τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις για έργα καύσης να έχουν σταματήσει, μια τέτοια επιλογή θα μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με την αξιοποίηση εθνικών και ιδιωτικών πόρων. Σε αυτήν την περίπτωση και συνυπολογίζοντας ότι η διαθεσιμότητα όλων των υλικών (πλαστικά, οργανικά, υπόλοιπα ανακυκλώσιμα) που χρειάζεται η καύση για να είναι αποδοτική δεν θα είναι δεδομένη στο άμεσο μέλλον, η μόνη ελπίδα αυτά τα έργα να φέρουν κέρδη στους επιχειρηματίες που τα διαχειρίζονται, είναι η σύναψη εξοντωτικών συμβολαίων και ρητρών εις βάρος των Ελλήνων πολιτών για διάστημα τουλάχιστον 20-30 ετών.
Η καύση ακυρώνει την επίτευξη των στόχων για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Έχει αποδειχτεί πως η καύση σκουπιδιών εκλύει σημαντικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα (CO2 ), πολύ περισσότερες σε σχέση με τις εκπομπές από πχ. μονάδες ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο.
Έλλειμμα εμπιστοσύνης και ελέγχου. Με όλα τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά και επιπτώσεις της καύσης, και σε συνδυασμό με τη διαχρονική αδιαφάνεια, την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου και των πολυάριθμων περιπτώσεων παράνομης διακίνησης σκουπιδιών και ανεξέλεγκτης διάθεσης τους στη χώρα μας, το υπάρχον έλλειμμα εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς την πολιτεία αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, σε περίπτωση που αποφασίσουμε να προχωρήσουμε με την επιλογή της καύσης.
Με τη βασική προϋπόθεση ότι η ελληνική πολιτεία θα θέσει τη μείωση και την επαναχρησιμοποίηση ως κεντρικό πυλώνα της στρατηγικής της, πρέπει να αποφασιστεί ποια είναι η καλύτερη επιλογή διαχείρισης του υπολείμματος. Αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει τέλεια επιλογή, καθώς τόσο η ταφή, όσο και η καύση έχουν σημαντικότατες αρνητικές επιπτώσεις, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η δέσμευση της πολιτείας στην επιλογή της καύσης με τη δικαιολογία διαχείρισης του υπολείμματος δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση, καθώς τμήμα του (γνωστό ως RDF) ήδη χρησιμοποιείται ως εναλλακτικό καύσιμο στη τσιμεντοβιομηχανία.
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις Οικολογική Εταιρία Ανακύκλωσης, Μεσόγειος SOS, Greenpeace και WWF Ελλάς καλούν την κυβέρνηση να σταματήσει εν τη γενέσει τις όποιες προσπάθειες σχεδιασμού μονάδων καύσης απορριμμάτων που θα καταστήσουν τη χώρα μας δέσμια μιας περιβαλλοντικά και οικονομικά ασύμφορης μεθόδου, και αντ’ αυτού να επικεντρωθεί στον σχεδιασμό ενός σύγχρονου συστήματος διαχείρισης απορριμμάτων που θα βασίζεται στην προληπτική μείωση των παραγόμενων απορριμμάτων, στην επαναχρησιμοποίηση και την όσο το δυνατόν καλύτερη ανακύκλωση.
Comments